United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την ηγάπα εις την οικίαν των Αούλων και εις το Παλατίνον, την ηγάπα όταν την είδεν εις το Οστριανόν, ακροωμένην τους λόγους του Πέτρου και ότε ηγρύπνει πλησίον της κλίνης του και ότε τον είχε καταλίπει.

Όταν ούτος μου διδάξη την αλήθειάν σας, τότε θα βαπτισθώ και θα επιστρέψω εις την Ρώμην Χριστιανός πλέον, θα ανακτήσω την φιλίαν των Αούλων, οι οποίοι επανέρχονται εις την πόλιν μίαν των ημερών αυτών και δεν θα υπάρχουν πλέον εμπόδια. Τότε θα έλθω να σε λάβω και θα σε εγκαταστήσω εις τον οίκον μου. Ω! φιλτάτη! φιλτάτη!

Εστάθησαν υπό μίαν κυπάρισσον, εις την είσοδον του δωματίου, η Λίγεια εστηρίχθη εις τον κορμόν του δένδρου, ενώ ο Βινίκιος με φωνήν τρέμουσαν έλεγε προς αυτήν: — Πρόσταξε τον Ούρσον να υπάγη εις των Αούλων να ζητήση τα έπιπλά σου και τα παιδικά σου αθύρματα και να τα μεταφέρη εις την οικίαν μου. Και εκείνη, ερυθριώσα ως ρόδον ή ως αυγή, απεκρίθη: — Η συνήθεια άλλως απαιτεί να γίνη . . .

Αλλά στραφείσα προς την Λίγειαν και λίαν ατάραχος κατά το φαινόμενον: — Ωμίλησες εις τον Καίσαρα; — Όχι, Αυγούστα. — Διατί προτιμάς να είσαι εδώ μάλλον παρά εις την οικίαν των Αούλων; — Δεν προτιμώ. Ο Πετρώνιος παρεκίνησε τον Καίσαρα να με αναλάβη από της Πομπωνίας; Είμαι εδώ παρά την θέλησίν μου . . . — Και επιθυμείς να επιστρέψης πλησίον της Πομπωνίας;

Ήθελε να την κάμη όχι σύζυγον, αλλά παλλακίδα, αυτήν, θυγατέρα βασιλέως. Είχε πλήξει τους αθώους οφθαλμούς της εις το θέαμα των οργίων. Είχε λησμονήσει τι ήτο ο οίκος των Αούλων, ποία ήτο η Πομπωνία, η θετή μήτηρ της Λιγείας; Δεν είχεν εννοήσει ότι η αθώα εκείνη κόρη θα προετίμα τον θάνατον παρά την ατίμωσιν! Λοιπόν, όχι!

Μόνον περί την μεσημβρίαν ήνοιξε τους οφθαλμούς και περιεσκόπησε τον κοιτώνα με έκπληκτον βλέμμα. Δεν ευρίσκετο λοιπόν εις την οικίαν των Αούλων; — Είσαι συ, Ακτή; είπε τέλος διακρίνουσα εις την σκιάν το πρόσωπον της νέας γυναικός. — Εγώ είμαι, Λίγεια. — Είναι βράδυ τώρα; — Όχι, κόρη μου, απόγευμα. — Ο Ούρσος επέστρεψε;

Τότε πώς θα τολμήσης να επισύρης την εκδίκησιν του Καίσαρος επί των Αούλων; Σιγή επηκολούθησε. Και πάλιν άβυσσος ηνοίγετο προ των ποδών της Λιγείας. — Σου κάμνω αυτήν την ερώτησιν, επανέλαβεν η Ακτή, διότι λυπούμαι σε και την καλήν Πομπωνίαν και τον Άουλον και το τέκνον των. Μένω από πολλού χρόνου εις την οικίαν αυτήν και ηξεύρω τι σημαίνει η οργή του Καίσαρος.

Τέλος την ηρώτησε τι συνέβαινεν εις την ψυχήν της και εκείνη ωμολόγησεν ότι τον ηγάπα ήδη από την οικίαν των Αούλων ακόμη, και ότι εάν ο Βινίκιος από το Παλατίνον την έφερε πάλιν πλησίον αυτών, αυτή θα του εγνώριζε τον έρωτά της και θα προσεπάθει να καταπραΰνη την οργήν των. — Αναχωρώ με τον Καίσαρα εις το Άντιον, είπεν ο Βινίκιος, όπου θα έλθη και ο Παύλος ο Ταρσεύς.

Εάν δεν ηδύναντο να καταφύγωσιν εις την οικίαν των Αούλων, δεν ηδύναντο ουχ ήττον να μείνωσιν εις του Καίσαρος ούτε εις του Βινικίου. Όθεν ο Ούρσος θα την ελάμβανε, θα την ωδήγει έξω της πόλεως, θα την έκρυπτε εις κανέν μέρος, όπου δεν θα την ανεκάλυπτον ούτε ο Βινίκιος ούτε οι άνθρωποί του. Ο Λιγειεύς ήτο έτοιμος. Ησπάσθη τους πόδας της εις σημείον υποταγής. Αλλ' η Ακτή είχε παραμείνει έκπληκτος.

Επανέβλεπε τον λαμπρόν εκείνον Βινίκιον, ωραίον ως ημίθεον των εθνικών, όστις της είχεν ομιλήσει περί έρωτος εις την οικίαν των Αούλων και όστις είχεν εξεγείρει την καρδίαν της. Εφοβείτο ότι ηδύνατο να έλθη στιγμή, καθ' ην ο έρως του ανδρός τούτου θα την εκυρίευε και θα την συνήρπαζεν ως λαίλαψ.