United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και έλεγον: Τούτο είνε τ ι μ ή· τούτο είνε υ π ό λ η ψ ι ς. Αλλά και πάλιν, θεέ μου! ποίος κυκεών! Εάν με ηρώτας τι πραγματικώς είνε το έν, και τι το άλλο, θα σου απήντων, ω Διδάσκαλε: — Τιμή: ιδέα, μη προερχομένη πάντοτε από υπόληψιν· υπόληψις: ιδέα, μη προερχομένη πάντοτε από τιμήν. Λέγει τότε το Φάσμα: — Δεν πιστεύεις εις ό,τι βλέπεις;

Και επειδή όλα αυτά συνέβαιναν συγχρόνως, δύνασαι να φαντασθής ποίος κυκεών παρουσιάζετο προ των οφθαλμών μου.

Ο Χίλων ίστατο ακίνητος με χείρα τρέμουσαν και δεικνύων διά του δακτύλου τον Καίσαρα. Θόρυβος ηγέρθη. Ως κύματα συνταρασσόμενα και αιφνιδίως ωθούμενα υπό της τρικυμίας, ο λαός όρμησε προς τον γέροντα διά να τον ίδη εγγύτερον. Φωναί εκραύγαζον: «Κρατήστε τον», άλλαι: «Αλλοίμονον εις ημάςΘύελλα συριγμών και ωρυγμών εξέσπασεν: «Αινόβαρδε! Δολοφόνε! Μητροκτόνε! Εμπρηστά! Ο κυκεών ηύξανεν.

Και αυτό το πλήθος έμεινε κατάπληκτον, όταν είδε τας κιγκλίδας να ανοίγωνται εκ νέου. Τότε ερρίφθησαν θηρία ποικιλώτατα· τίγρεις του Ευφράτου, πάνθηρες της Νουμηδίας, άρκτοι, λύκοι, ύαιναι και θώες. Το στάδιον ολόκληρον κατεπλημμύρησεν από αεικίνητον κύμα δερμάτων ποικιλοχρώμων ή ξανθοχρόων. Εδημιουργήθη κυκεών, όπου οφθαλμός δεν διέκρινε πλέον παρά μίαν φοβεράν και αεικίνητον δίνην ράχεων θηρίων.

Καθ' όλην την νύκτα ο Δημήτρης έφευγε διαπερών λάκκους, γεφύρας, τάφρους, ρευματιές, ό,τι εύρισκε προ αυτού, μετά σπουδής. Ο νους του ήτο ένας κυκεών, πιστή εικών μιας θυέλλης εν τη οποία μετά δαιμονίου ταχύτητος όλα ανακατεύονται, σύννεφα σκοτεινόχροα και άνεμοι λυσσαλέοι και νερά και φύλλα και ξύλα και κόνις, χωρίς ουδέν εξ αυτών να δύναται να χωρισθή και ν' αποτελέση μίαν ιδικήν του εντύπωσιν.

Εγέλασεν ο Δαίμων και είπεν: — Όταν έχης τύχην, την κεφαλήν τι την θέλεις; Καλή κεφαλή και κακή τύχη, — κακή κεφαλή· κακή κεφαλή και καλή τύχη, — κεφαλή καλή. γ'. Ποίος κυκεών διευθύνσεων! Και σύγχισις θέσεων, και λέξεων, και εννοιών! Και προσωπεία ψευδή από χάρτην, αμιλλώμενα εις το ψεύδος με πρόσωπα από σάρκα και δέρμα. Απόκρεω διαρκής, καταλύουσα και αυτήν την ευωχίαν δι' ανθρωπίνης σαρκός.

Ατμομηχανή συρίζουσα, και άμαξαι κατόπιν συρόμεναι πλήρεις ανθρώπων, και σιδηρά ελάσματα επί της οδού! — Μνήσθητί μου, Κύριε! ανέκραξεν ο Δημητράκης, και εσταυροκοπήθη. Κυκεών αληθής έγεινεν ο εγκέφαλός του, και έστη ενεός και άλαλος, μη δυνάμενος να συμβιβάση ό,τι έβλεπε με ό,τι είδε προ μικρού. — Μα το ναι, είπε, περίεργον πολιτισμόν έχουν αι Αθήναι.