United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σκύλλε! Αληθώς παρεφρόνησες! Ώρμησε κατά του Χίλωνος, του έδραξε τον πώγωνα με τας δύο χείρας, τον εκύλισε κατά γης και τον εποδοπάτησεν, επαναλαμβάνων με αφρίζοντα χείλη: — Θα αναιρέσης! Θα αναιρέσης τους λόγους σου! — Δεν δύναμαι, ώμοζεν ο Έλλην, υπό την πτέρναν του Τιγγελίνου. — Εις την βάσανον τον άνθρωπον τούτον!

Αλλ' ούτος, δεν ήτο ο μόνος πάσχων όστις είχε δικαιώματα επί το έλεος του Σωτήρος· κ' επειδή δεν εξέφερε παράνομον, είνε προφανές ότι η λύπη δεν τον κατέστησεν ιδιοτελή και άδικον. Αλλά την στιγμήν ταύτην έφθασεν εις των οικείων του λέγων: «Η θυγάτηρ σου απέθανε· μη σκύλλε τον Διδάσκαλον». Ήτοι μη ενόχλει αδίκως Αυτόν. Τούτο δε φαίνεται ότι το είπε μετ' ειρωνείας.

Φεύγα, σκύλλε του Σατανά! απάντησε ο Βασιληάς. Ο νάνος επήρε το άλογο κ' έφυγε. Είχε πη αλήθεια: ο Βασιληάς δεν περίμενε πολύ. Εκείνη τη νύχτα, καθαρό και ωραίο, έλαμπε το φεγγάρι. Κρυμμένος στα κλαδιά, ο Βασιληάς είδε τον ανηψιό του να πηδάη τους αιχμηρούς στύλους. Ο Τριστάνος ήλθε κάτω από το πεύκο και έρριξε στο νερό τα ξύλινα κομματάκια και τα κλαράκια.

Σκύλλε χριστιανέ, απάντησε ο λεβαντίνος πλοίαρχος, αφού αυτοί οι δυο σκυλλοχριστιανοί κατάδικοι είναι βαρώνοι και μεταφυσικοί, κι' αυτά θάναι μεγάλα αξιώματα στον τόπο τους, θα μου δώσης πενήντα χιλιάδες τσεκίνια. Θα τα λάβετε, κύριε· οδηγήστε με σαν αστραπή στην Κώσταντινούπολη και θα πληρωθήτε αμέσως. Αλλ' όχι, οδηγήστε με στη δεσποινίδα Κυνεγόνδη.

Και πεσών εις τα γόνατα: — Σε ευχαριστώ, αυθέντα! είσαι ελεήμων και μέγας. — Σκύλλε, είπεν ο Βινίκιος, μάθε ότι σε εσυγχώρησα χάριν του Χριστού, εις τον οποίον και εγώ οφείλω την ζωήν. — Αυθέντα! θα τον υπερετήσω, Εκείνον και σε. — Σιώπα και άκουσον. Σήκω! θα έλθης μαζί μου και θα μου δείξης την οικίαν όπου μένει η Λίγεια. — Αυθέντα, πεινώ πολύ, θα έλθω! Αυθέντα, αι δυνάμεις μου λείπουν.

Αυτός ο Ισσάχαρ ήταν ο πιο χολερικός Εβραίος, που υπήρξε στη φυλή του Ισραήλ από την εποχή της αιχμαλωσίας της Βαβυλώνας. — Πώς! είπε· σκύλλε Γαλιλαίε, δε μας φτάνει ο Κύριος Ιεροξεταστής; Πρέπει κι' αυτός ο κανάγιας να κάμνη μαζί μου μοιρασά; Λέγοντας τούτα τραβά ένα μακρύ μαχαίρι, που τόχε πάντα μαζί του και νομίζοντας, πως ο αντίπαλος του ήταν άοπλος, ρίχνεται πάνω του.

Ο δε Σαϊτονικολής, αφοπλίσας τον υιόν του, του εψιθυρίοε με τρέμουσαν εξ οργής φωνήν: — Μωρέ σκύλλε, είντα ν' αυτό πούκαμες; Είπε δε και προς τον δάσκαλον να πάη κιαυτός στην καληώρα. Θωρεί τα 'δα είντά 'καμε με το ξύλο και με το φάλαγγα. Αυτός τάφταιγε.