United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ίσως ήθελε να αποφύγη φανεράν αντίστασιν, ίσως επεθύμει να δείξη ακόμη μίαν φοράν εις τον Καίσαρα και τους Αυγουστιανούς πρόσωπον φαιδρόν και ελεύθερον πάσης μερίμνης και να καταγάγη την τελευταίαν του νίκην κατά του Τιγγελίνου. Μόλις κατέλιπε την Ρώμην, ο Τιγγελίνος τον κατηγόρησεν ότι ήτο συνένοχος του συγκλητικού Σκαιβίνου, πρωτεργάτου της αποτυχούσης συνωμοσίας.

Σκύλλε! Αληθώς παρεφρόνησες! Ώρμησε κατά του Χίλωνος, του έδραξε τον πώγωνα με τας δύο χείρας, τον εκύλισε κατά γης και τον εποδοπάτησεν, επαναλαμβάνων με αφρίζοντα χείλη: — Θα αναιρέσης! Θα αναιρέσης τους λόγους σου! — Δεν δύναμαι, ώμοζεν ο Έλλην, υπό την πτέρναν του Τιγγελίνου. — Εις την βάσανον τον άνθρωπον τούτον!

Η επιρροή του Τιγγελίνου είχεν εκπέσει εντελώς. Εν Ρώμη, όταν έπρεπε να υποτάξη όσους εφαίνοντο επικίνδυνοι, να λεηλατήση τας περιουσίας των, να διαπραγματευθή πολιτικάς υποθέσεις, να μηχανευθή επιδείξεις ή να ικανοποιήση τας τερατώδεις ιδιοτροπίας του Καίσαρος, ο Τιγγελίνος ήτο ο απαραίτητος άνθρωπος. Αλλ' εις το Άντιον ο Καίσαρ έζη βίον ελληνικόν.

Ειξεύρω τούτο . . . . Δεν σκέπτεσθε μάλιστα ποία μομφή θα στραφή εναντίον σας εις το μέλλον; Την ιδίαν στιγμήν εισήλθεν η Ποππέα μετά του Τιγγελίνου. Ούτος ακτινοβολών εκ χαράς και θριάμβου εστάθη έμπροσθεν του Καίσαρος και ωμίλησε με φωνήν βραδείαν και ευκρινή, εν τη οποία έτριζεν ο σίδηρος. — Άκουσόν με, Καίσαρ, ευρήκα! . . . Ο λαός θέλει εκδίκησιν και θύμα.

Νεανία, υπέλαβεν ο Έλλην με αξιοπρέπειαν και υπερηφάνειαν, προσπαθών να δώση εις το πρόσωπόν του έκφρασιν γαλήνης, η οποία δεν υπήρχεν εις την ψυχήν του, νεανία, σε χαιρετώ, αλλά μη με κρατής, επειδή σπεύδω να φθάσω το ταχύτερον εις του φίλου μου του ευγενούς Τιγγελίνου, όστις με περιμένει.

Ενόουν ότι ο Καίσαρ έπαυσε να αστεΐζεται και ότι η στιγμή ήτο πλήρης γεγονότων. Το πρόσωπον του Τιγγελίνου συνεσπάσθη ως το ρύγχος κυνός, ο οποίος είνε έτοιμος να δαγκάση. — Έκαυσα την Ρώμην . . . τη προσταγή σου, απήντησε. Και έμειναν προσβλέποντες αλλήλους ασκαρδαμυκτί. Ηκούετο ο βόμβος των μυιών εκ του ατρίου. — Τιγγελίνε, ηρώτησεν ο Νέρων, με αγαπάς; — Το ηξεύρεις, αυθέντα.

Ο Χίλων απεκρίθη: — Δεν δύναμαι, αυθέντα! Η μανία εκόχλαζεν εις την ψυχήν του Τιγγελίνου, αλλ' ούτος συνεκρατήθη ακόμη. — Είδες πώς αποθνήσκουν οι χριστιανοί; θέλεις να αποθάνης και συ όπως και εκείνοι; Ο γέρων ύψωσε προς στιγμήν το ωχρόν πρόσωπόν του· προς στιγμήν τα χείλη του εκινήθησαν εν σιωπή, έπειτα δε είπε: — Και εγώ πιστεύω εις τον Χριστόν! . . . Ο Τιγγελίνος τον παρετήρησεν εμβρόντητος.

Εννοείς να μη σε καταδιώξη με την οργήν του ο Πατήρ; Μη τυχόν η αγανάκτησίς του σε τιμωρεί και η ζωή του Ρουφίου μη εξαρτάται από τας μελλούσας πράξεις σου; — Τι θέλεις να κάμω; — Να εξιλεώσης τας εξωργισμένας θεότητας. — Πώς; — Η Λίγεια είναι ασθενής. Μεσολάβησον λοιπόν πλησίον του Καίσαρος και του Τιγγελίνου διά να την αποδώσουν εις τον Βινίκιον.

Καταλιπών την οικίαν του Καίσαρος, ο Πετρώνιος μετέβη εις την εν Καρίναις οικίαν του, ήτις, χάρις εις τον κήπον τον περικυκλούντα τους τοίχους εκ των τριών πλευρών και χάρις εις την απέναντι αυτής Καικιλιανήν Αγοράν είχε διαφύγει την πυρκαϊάν. Έλαβεν αμέσως λουτρόν και κατόπιν ανεπαύθη συλλογιζόμενος τα συμβάντα μεταξύ Καίσαρος, Τιγγελίνου και αυτού.

Δύο ή τρεις εκ των αυλικών ακούσαντες τους λόγους του Νέρωνος, είπον καθ' εαυτούς: «Δυστυχία μας, ο Πετρώνιος έχει μέλλον ενώπιόν του· δύναται να ανακτήση εύνοιαν και μάλιστα να λάβη την θέσιν του Τιγγελίνου». Και εκ νέου ήρχισαν να είνε φιλόφρονες προς αυτόν.