United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον ήχον αυτόν τον εγνώριζα αρκετά καλώς. Ήτο η καρδιά του γέρου που εκτύπα. Καθώς ο κρότος του τυμπάνου κεντρίζει τα θάρρος του στρατιώτου, ο θόρυβος αυτός δεν έκαμεν άλλο τίποτε από του ν' αυξήση την μανίαν μου. Συνεκρατήθην ακόμη ολίγον, και εστάθηκα εμβρόντητος. Μόλις ανέπνεα. Εκρατούσα το φανάρι ακίνητον. Με πόσην επιμονήν προσπαθούσα να κρατήσω την ακτίνα ακριβώς επάνω εις το μάτι.

Ο Χίλων απεκρίθη: — Δεν δύναμαι, αυθέντα! Η μανία εκόχλαζεν εις την ψυχήν του Τιγγελίνου, αλλ' ούτος συνεκρατήθη ακόμη. — Είδες πώς αποθνήσκουν οι χριστιανοί; θέλεις να αποθάνης και συ όπως και εκείνοι; Ο γέρων ύψωσε προς στιγμήν το ωχρόν πρόσωπόν του· προς στιγμήν τα χείλη του εκινήθησαν εν σιωπή, έπειτα δε είπε: — Και εγώ πιστεύω εις τον Χριστόν! . . . Ο Τιγγελίνος τον παρετήρησεν εμβρόντητος.

Ο Βινίκιος έτριψε τους οφθαλμούς του εμβρόντητος και είδεν υπεράνω του το γιγάντιον ανάστημα του Λιγείου Ούρσου· ούτος έμεινεν ακίνητος και ησυχώτατος, αλλ' οι οφθαλμοί του εξακοντίζοντες βλέμματα επί του Βινικίου, είχον έκφρασιν τόσον παράδοξον, ώστε ο νέος ησθάνθη το αίμα του να παγώνη. Έπειτα ο γίγας έλαβε την δέσποινάν του εις τας αγκάλας του και με βήμα κανονικόν εξήλθε του τρικλίνου.

Και αυτοί οι θεοί φωνάζουν εκδίκησιν. Ο Νέρων εκάθησεν, εχαμήλωσε την κεφαλήν και έμεινεν άφωνος, ως να είχε καταστή εμβρόντητος από θέαμα βδελυρόν· είτα εκίνησε τας χείρας και ανέκραξε: — Ποίαι ποιναί και ποίαι βάσανοι είνε άξιαι του εγκλήματος τούτου; Αλλ' οι θεοί θα με εμπνεύσουν, και με την βοήθειαν των δυνάμεων του Ταρτάρου θα δώσω εις τον δυστυχή λαόν μου τοιούτον θέαμα, ώστε επί αιώνας οι Ρωμαίοι θα ομιλούν περί εμού μετ' ευγνωμοσύνης . . .

Ο Νίκος ίστατο εις το πλευρόν μου, ο δε λύχνος τον οποίον εκράτουν τον εφώτιζε κατά πρόσωπον. Αφότου εφθάσαμεν, έμενεν εις την σκιάν πάντοτε. Τότε πρώτον έβλεπε τα χαρακτηριστικά του η Κυρία Σοφία. Η όψις της ηλλοιώθη άμα τον είδεν. Εφαίνετο ως εμβρόντητος. Η έκφρασίς της ήτο αληθής εικών τρόμου.

Την είδησιν έφεραν εκείθεν ελθόντες κάτοικοι του Κάστρου, όπου είχον καταβή διά να πωλήσουν κηπουρικά προϊόντα, τρεις ώρας δρόμον, από τα Μποστάνια, τα κείμενα κατά την δυτικήν πλαγιάν, αριστερόθεν του Κάστρου. Ο Αγάλλος το έμαθε, κ' έμεινεν εμβρόντητος επ' ολίγας στιγμάς. Ταχέως όμως συνήλθε, κ' έτρεξε να εύρη τον παπά-Ζαχαρίαν, τον Σακελλάριον.

Βαθμηδόν η απορία μετεβλήθη εις στενοχωρίαν. Συνέλαβε την ιδέαν μήπως... Αλλά δεν ήτο άνθρωπος να κρύπτη ό,τι ήρχετο εις τον νουν του. Εστάθη εις το μέσον του δρόμου διακόψας και τον περίπατον και την ομιλίαν του Λιάκου και στραφείς προς αυτόν, — Τι μου τα λέγεις αυτά; τον ηρώτησε. Τι μου την εγκωμιάζεις; Μη έβαλες εις τον νουν σου να μου την φορτώσης; Ο Λιάκος έμεινεν ως εμβρόντητος.