Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ κοντόν σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του, δεν ειμπορεί να γαυγύζη ούτε να δαγκάση έξω από την ακτίνα και το τόξον τα οποία διαγράφει το κοντόν σχοινίον, παρομοίως κ' ενώ δεν δύναμαι ούτε να είπω, ούτε να πράξω τίποτε περισσότερον παρ' όσον μου επιτρέπει η στενή δικαιοδοσία, την οποίαν έχω εις το γραφείον του προϊσταμένου μου.
Εκεί απ’ έξω ήτο μία στοίβα χόρτου, και μεταξύ της στοίβας και της οικίας ήτο έν μικρόν κτίριον καλαμοσκεπασμένον. — Θα κοιμηθώ εκεί εις την σκέπην, είπεν ο μικρός Κλώσος. Δεν πιστεύω να καταίβη ο πελαργός να μου δαγκάση την νύκτα το πόδι^ διότι παρετήρησεν ότι ένας πελαργός είχεν εκεί παρεπάνω την φωλεάν τον.
ΑΓΟΡ. Είνε τόσον κατσουφιασμένος και άγριος, ώστε φοβούμαι να μη με γαυγίση ή και να με δαγκάση, αν πλησιάσω. Δεν βλέπεις πως εσήκωσε το ραβδί και συνεφρυώθη και κυτάζει κατά τρόπον άγριον και απειλητικόν; ΕΡΜ. Μη φοβάσαι• είνε ημερωμένος. ΑΓΟΡ. Δεν μου λες, καλέ μου άνθρωπε, από πού είσαι; ΔΙΟΓΕΝΗΣ. Απ' όπου θέλεις. ΑΓΟΡ. Τι εννοείς; ΔίΟΓ. Έχεις ενώπιόν σου ένα πολίτην του κόσμου.
Η θύρα ηνοίχθη αθορύβως ως υπό άυλου ωθουμένη φυσίματος και το φάσμα διηυθύνθη προς την κλίνην, βαδίζον επί της άκρας των γυμνών ποδών του. Το νέφος, το φάσμα, ο βρυκόλαξ, η Ιωάννα τέλος πάντων, εστάθη παρά την κλίνην και, ενθαρρυνομένη υπό της ακινησίας του νεανίσκου, ήρχισε να λείχη διά του άκρου των χειλέων τας παρειάς του απηγορευμένου εκείνου καρπού, ον δεν ετόλμα να δαγκάση.
— Αχ! έκαμεν ο πρώτος χωροφύλαξ, κάμπτων τον λιχανόν της δεξιάς χειρός, και φέρων αυτόν εις το στόμα, ως διά να τον δαγκάση, μετά πείσματος βιαίου της κεφαλής. Μας πρέπει για να μας τα ξηλώσουνε. Ο δεύτερος χωροφύλαξ, θέλων να κάμη τον αυστηρόν, απέτεινε τον λόγον προς την κόρην. — Για πού τώβαλε ο αδερφός σου, μωρή; της είπεν. Η Αμέρσα δεν απήντησε.
Όσον καιρόν έβλεπεν από μακρυά το αποχαιρέτημα με το μαντίλι των δύο γερόντων επροσπαθούσεν η Μηλιά να κάμη θάρρος· όταν όμως έπαυσε να το βλέπη κ' εκείνο, αισθάνθηκε πρώτη φορά ότι ήτο μονάχη εις τον κόσμο^ την επήρε το παράπονο και άρχισαν πάλι τα μάτια της να τρέχουν. Επερπάτησεν όλην την ημέρα χωρίς να σταθή ούτε την πήττα της να δαγκάση.
Εκεί, ένας μεγάλος σκύλος επλησίασε με την γλώσσαν του κρεμασμένην και με μάτια φλογισμένα και άγρια. Εμυρίσθη το παπί, έδειξε τα δόντια του, και πλατς, πλατς, έφυγε χωρίς να το εγγίση. Το παπί ανεστέναξε. Την εγλύτωσα, είπε. Είμαι τόσον άσχημον, ώστε και ο σκύλος δεν ηθέλησε να με δαγκάση. Και έμενεν εκεί ακίνητον και ήσυχον, ενώ εσφύριζαν τα σκάγια εις τα καλάμια και έπιπταν οι τουφεκισμοί.
Αν η αγάπη είνε του Χριστού η εντολή, μα τότε, φυσικά 'γώ είμαι η καλλίτερη διακόνισσα, γιατί όπως εγώ σ' επόθησα, όσον εγώ σε λαχταρώ, άλλη καμμιά να το πιστέψω δεν μπορώ πώς έχει τόση δοκιμάσει επιθυμία, τον καρπό της ωμορφιάς σου να δαγκάση. Έχυσα τόσα δάκρυα σαν σε θυμώμουνα που θα μπορούσα, μέσα τους πέφτοντας, να πνιγόμουνα.
Μα οι νέοι τα εσιάξανε μεταξύ τους, και η κόρη — π' ανάθεμά της! — αγάπησε τον Κιαμήλη τόσο πολύ, που ο γέρος αναγκάσθηκε να δαγκάση τα χείλη του και να σιωπήση, έτσι αψύς και υπερήφανος που ήταν. Γιατί άλλο παιδί από την Ναζιλέ δεν είχε και δεν ήθελε να την λυπήση. Έτσι εδώσανε σημάδι και αρραβωνιασθήκανε. Ποιος το ήξευρε να τους πανδρεύση τότε, και να τους φέρη στην Πόλι.
Ενόουν ότι ο Καίσαρ έπαυσε να αστεΐζεται και ότι η στιγμή ήτο πλήρης γεγονότων. Το πρόσωπον του Τιγγελίνου συνεσπάσθη ως το ρύγχος κυνός, ο οποίος είνε έτοιμος να δαγκάση. — Έκαυσα την Ρώμην . . . τη προσταγή σου, απήντησε. Και έμειναν προσβλέποντες αλλήλους ασκαρδαμυκτί. Ηκούετο ο βόμβος των μυιών εκ του ατρίου. — Τιγγελίνε, ηρώτησεν ο Νέρων, με αγαπάς; — Το ηξεύρεις, αυθέντα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν