United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα ήρχοντο επί λαμπρών αρμάτων οι σχοινοβάται, οι ορχησταί και αι ορχηστρίδες. Κατόπιν επί αρμάτων ηκολούθουν οι δούλοι, οι προωρισμένοι διά τους αγώνας, νεανίσκοι και νεάνιδες συλλεχθέντες εν Ελλάδι και Μικρά Ασία με μακράς βοστρυχώδεις κόμας αναδεδεμένας με ταινίας χρυσάς.

«Μενέλαε διόθρεπτε, και σεις εδώ, 'που είσθε 235 λαμπρών ανδρών γεννήματα, —και ο Δίας άλλοτ' άλλου δίδει καλόν, δίδει κακόν, ότ' ημπορεί τα πάντα,— εδώ τώρα καθήμενοιτον δείπνο με ομιλίαις ξεδίνετε, γιατί κ' εγώ τ' αρμόδια θ' αναφέρω. και όλους εγώ δεν δύναμαι να είπω τους αγώναις, 240 όσους ο στερεόκαρδος κατώρθωσε Οδυσσέας, αλλ' ένα 'πώπραξε λαμπρόν με τόλμην ο ανδρείοςτην Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη• με άσχημαις βαρηματιαίς εδάμασε το σώμα, πήρε φορέματα κακά, και ομοιάζοντας με δούλον 245 εμπήκε εις την πλατύδρομη την πόλι των εχθρών του•το σχήμα εκείνο εκρύφθηκε, και ώμοιαζε ψωμοζήτης, αυτός 'που τέτοιος δεν ήταν 'ς τ' Αχαϊκά τα πλοία• τέτοιοςτην Τροίαν εισχωρεί, κ' εκείνοι εμωραθήκαν όλοι, κ' εγώ τον γνώρισααυτό το σχήμα μόνη, 250 και τον εξέταζα, και αυτός μου ξέφυγε με τέχνη• αλλ' όταν δα τον έλουα κ' έχριζα με το λάδι, κ' ενδύματα τον ένδυνα, και ώμοσα φρικτόν όρκο, 'ς τους Τρώαις μέσ' ο Οδυσσηάς 'που εφάνη να μην είπω, πριν αυτός φθάσηταις σκηναίς καιγοργά καράβια, 255 τότε όλη μου εφανέρωσε των Αχαιών την γνώμη, και αφού πολλούς εφόνευσε των Τρώων με το ξίφος, εις τους Αργείους έγυρε, κ' επήρε πολλήν γνώσι. τότ' έκλαιαν η Τρώισσαις πικρά, κ' γώ χαιρόμουν, ότ' η καρδιά μου είχε στραφήσπίτι μου να γύρω, 260 και αργ' αναστέναζα το πώς μ' εμώραν' η Αφροδίτη, την ώρα, 'που κει μ' έφερεν απ' την γλυκειά πατρίδα, κ' εχώρισα την κόρη μου, τον θάλαμο, τον άνδρα, οπούτον νου καιτην μορφή τον κάλλιο του δεν έχει».

Κ' όταν το εσπέριον άστρον Ο ουρανός ανάστη, Και πλέωσι γέμοντα έρωτος Και φωνών μουσικών Θαλάσσια ξύλα· Φιλεί το ίδιον κύμα, Οι αυτοί χαϊδεύουν Ζέφυροι Το σώμα και το στήθος Των λαμπρών Ζακυνθίων Άνθος παρθένων.. Μοσχοβολάει το κλίμα σου, Ω φιλτάτη πατρίς μου, Και πλουτίζει το πέλαγος Από την μυρωδίαν Των χρυσών κήτρων.

το δώμα εκείνου ήλθε η θεά, η Αθήνη, μελετώντας τον γενναιόφρονα Οδυσσηά να φέρητην πατρίδα. ήλθετον πολυδαίδαλον κοιτώνα, όπου εκοιμώνταν 15το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα θεοτική παρθένα, του Αλκίνου του υψηλόφρονα η κόρη Ναυσικάα. σιμά της δυο θεράπαιναις, με κάλλη των Χαρίτων, εις τα δυό πλάγια των λαμπρών θυρών, 'πού 'σαν κλεισμέναις. και ως αύρα εχύθη ανέμου αυτήτης κορασιάς την κλίνη, 20την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε, με την μορφή της θυγατρός του θαλασσακουσμένου Δύμαντα, 'που 'χε ομήλικην και πολυαγαπημένην• αυτής ωμοιώθη, κ' έλεγεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•

Ο μακαρίτης ο Μπάρμπα-Δήμας ήτο κύριος δύο λαμπρών ελαιώνων λίαν προσοδοφόρων, τόσον προσοδοφόρων, ώστε εις κάθε εσοδείαν του ελαιοκάρπου με την λαδωμένην βράκαν του καταγινόμενος εις το ελαιοτριβείον έλεγεν εξ αγαλλιάσεως: — Όξω φτώχια, κυρά Ζωίτσα! Και εκρότει θλίβων τον αντίχειρα και μεσοδάκτυλον ως κάμνουν οι σύροντες τον χορόν.

Το επιχείρημα τούτο του Καραϊσκάκη, καθ' ην εποχήν μάλιστα τα λοιπά στρατεύματα ενησχολούντο εις τον σταφιδοπόλεμον, συνετέλεσε πολλά εις το να στήση, τα πρώτα θεμέλια της δόξης του, την οποίαν εστερέωσεν ακολούθως διά των λαμπρών έργων του. Άμα έφθασεν εις Σαλαμίνα ο Καραϊσκάκης, ανταμώθη με τους στρατηγούς Βάσον και Κριζιώτην, ελθόντας εκεί διά να τον προϋπαντήσωσι.

Και πάλι θα σας το ειπώ και πάλι και πάντοτε, είπε ο Περαχώρας: είσθε ευτυχής ότι εγεννήθητε σ' αυτό τον τόπο, ότι έχετε τοιούτους προγόνους. — Ότι μιλείτε την μελίρρυτον γλώσσαν εκείνων επρόσθεσε ο Γκενεβέζος. — Και είσθε θεματοφύλακες των λαμπρών στοχασμών των ξανάειπε ο Περαχώρας. — Παρακαλώ να μη μας λησμονήτε· είπε με ταπεινοσύνη ο Αριστόδημος. — Να σας λησμονήσωμεν! εφώναξε ο Περαχώρας.

Η μικρά αύτη παιδίσκη, καθώς έμαθον, ολίγας ημέρας πριν, όταν απέθανεν έν αρχοντόπουλον της γειτονιάς, τόσον εθαύμασε, και τόσον εγοητεύθη από το θέαμα των λαμπρών εξαπτερύγων, των λαβάρων και θυμιατών, και των πολλών ιερέων με τας στολάς των και του πλήθους του λαού, ώστε εζήλευσε και με πόθον ανέκραξε: — Πότε θα πεθαίνω κ' εγώ, ν' αρθούν να με πάρουν οι παπάδες, σαν τον Παναγάκην!

Καιόμεθα, αγανακτούμεν από ανυπομονησίαν να πραγματοποιήσωμεν το έργον αυτό. Η εικασία μόνη των λαμπρών αποτελεσμάτων αρκεί ν' ανάψη την ψυχήν μας. Πρέπει, πρέπει απολύτως ν' αρχίσωμεν το έργον αυτό την ιδίαν ημέραν και εν τούτοις αναβάλλομεν διά την αύριον.

Για 'με ωμίλουν κι' εις μικράς και εις μεγάλας σφαίρας, εγέννα ιλαρότητα η θέα μου και μόνη, ήμουν εγώ το ζήτημα κι' ο ήρως της ημέρας, αλλά με τας ιδέας μου κανείς δεν εσυμφώνει. Ένας και μόνος σύντροφος, υπάλληλος πτωχός, εις των λαμπρών μου ιδεών τα σύννεφα υψώθη, με ηκολούθει πάντοτε εκείνος μοναχός, πλην ποία αμοιβή γι' αυτό 'στον φίλον μου εδόθη!