United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ίνα δε αποδιώξη από της κεφαλής της πάσαν της σκιάδος ανάμνησιν, απέθηκε παρά το πλευρόν τον κάλαμον και λαβούσα από της ποδιάς της εστριμμένον μαλλίον, ήρχισε να τυλίσση αυτό περί την άτρακτον ενώ τα γαλιά έβοσκον ησύχως ανά τον αγρόν. Κ' εν τη ενασχολήσει της όμως εκείνη, έστρεφεν από καιρού εις καιρόν την κεφαλήν, προσβλέπουσα περιδεώς την σκιάδα, ως μέρος ύποπτον.

Βλέπεις πόσον κατάλληλος είνε η τοιαύτη αρχή και ταιριαστή εις την ιστορίαν και αρμόζουσα εις το τοιούτον είδος του λόγου; Έπειτα ολίγον κατωτέρω τον μεν ημέτερον άρχοντα προσωμοίαζε προς τον Αχιλλέα, τον δε βασιλέα των Περσών προς τον Θερσίτην, χωρίς να σκεφθή ότι ο Αχιλλεύς περισσότερον ανεδείχθη, διότι εφόνευσε τον Έκτορα και όχι τον Θερσίτην, και ότι, όταν τρέπεται εις φυγήν ανδρείος τις, τον καταδιώκει πολύ ανδρειότερος . Έπειτα έστρεφεν εις τον εαυτόν του το εγκώμιον, ότι είνε άξιος να περιγράψη πράξεις τόσον ενδόξους.

Ήσαν βρεφικά ενδύματα, δανεισθέντα ως δείγμα διά τα εργόχειρα, εις τα οποία εσκόπευε ν' αφοσιωθή εφεξής. Και τα έβλεπεν η παππαδιά μετά πόθου, και τα παρετήρει μετά βραδύτητος εις την οποίαν υπεκρύπτετο άλλο αίσθημα ή η περί την επεξεργασίαν των προσοχή. Και διακόπτουσα την εξέτασιν των ενδυμάτων, έστρεφεν εν τω μεταξύ το βλέμμα και έβλεπε ρεμβάζουσα τον ησύχως κοιμώμενον σύζυγόν της.

Η Ιωάννα έβλεπε τέλος πάντων εκπληρούμενον το όνειρον της νεότητός της . Ίστατο επί θρόνου υψηλού και περί αυτήν συνεπυκνούντο εύοσμα θυμιάματος νέφη. Υπό αδιηγήτου κατεχομένη χαράς έστρεφεν ακτινοβόλα βλέμματα επί το γονυπετές εκείνο πλήθος, είτα δε ανυψώσασα εις ουρανόν τους οφθλαμούς «Λιόββα, Λιόββα», ανέκραξεν, «ευχαριστώ

Αλλά κρυφίως εδοκίμασα και την αμβροσίαν και το νέκταρ• διότι ο καλός Γανυμήδης εκ φιλανθρωπίας, οσάκις ο Ζευς έστρεφεν αλλού τα βλέμματα του, εγέμιζε και μου έδιδεν ένα ή δύο ποτήρια με νέκταρ.

Αλλ' ούτος άκαμπτος ως όλοι οι τοκογλύφοι, οι οποίοι νομίζει τις ότι επλάσθησαν επίτηδες δι' αυτό το επάγγελμα, ως οι σκώληκες διά τον βόρβορον, εκίνει αρνητικώς την κεφαλήν, έστρεφεν εδώ κ' εκεί και μόλις έβλεπε πράγμα τι εφώναζεν εις τον κλητήρα με την τραχείαν φωνήν του, ομοίαν προς κρωγμόν αρπακτικού ορνέου: — Βάλε και τη σούβλα· μα πρόσεχε, μπάρμπα-Σπύρο· να, δεν είδες το κουδούνι!. . .

Αγένειος, μελανόφθαλμος, μελαψός, με κόμην άφθονον κατάμαυρην, εξέχουσαν γύρω, γύρω από τον κούκκον ως επικάλυμμα κυψέλης Και συνεχώς μετά τινος μελαγχολίας έστρεφεν οπίσω προς τη γαλανήν Σκίαθον, κυάνεον όγκον πλέον, κι εβύθιζε το βλέμμα του κάτω εκεί, παραμελών την πηδαλιουχίαν, και φέρων την σκούναν συνεχώς διά γραμμής τεθλασμένης. — Τώρα θα μας κυττάζουν ακόμα. Μου είπε. — Μας βλέπουν;

Ούτω και η ημετέρα ηρωίς, αφού παρεχώρει εις τον εταίρον της σύντομον παρηγορίαν ή ταχύν ασπασμόν, ως ρίπτει τις δεκάλεπτον εις την χείρα πτωχού, έστρεφεν έπειτα εις αυτόν την ράχιν, την μεν νύκτα ίνα κοιμηθή, την δε ημέραν, ίνα συναναστραφή μετά των βιβλίων ή των αυλικών της, ων αι επισκέψεις διεδέχοντο αλλήλας από πρωίας μέχρι νυκτός.

Όταν ήρχετό τις οικοκύρης να παραπονεθή και να τον επιπλήξη, ο μπάρμπα-Γιώργης είχε τόσον γλυκείαν γλώσσαν, ώστε ο άνθρωπος σχεδόν επείθετο ότι ο βοσκός δεν τον είχεν αδικήσει, και είχε γείνει λάθος. Άμα έστρεφεν όμως εκείνος τα νώτα ν' απέλθη, ο Πολύχρονος εσήκωνε τα χέρια και τον εμούτζωνε οπίσω του, γογγύζων, υβρίζων και βλασφημών.

Ως που να κλείσουμε της κάλπαις και να υπογράψωμε το πρακτικό θα πάη εφτάμισυ. — Εγώ είμαι ο πρόεδρος, είπεν αγερώχως ο κ. Νιαουστεύς. — Ημείς είμαστε η πλειοψηφία. Ο κυρ-Ανδρέας έσπευδε και δεν ήθελε πολλά λόγια. Έστρεφεν από καιρού εις καιρόν βλέμμα προς την θύραν, ως να επερίμενε δυσάρεστόν τι εκείθεν.