United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μας περιπαίζει, ήρχισαν τότε να λέγουν οι αγορασταί· και ήρχισαν να τον κηνυγούν και να τον κτυπούν, οι υποδηματοποιοί με τα λωρία των και οι βυρσοδέψαι με τας ποδιάς των, και διά να τον περιπαίξουν του εφώναζαν: «Δέρματα! Να σου καμωμένε ημείς το δέρμα σου καθώς σου πρέπει ! Έξω από την πόλιν παλιάνθρωπεΚαι έφευγεν ο μεγάλος Κλώσος κακήν κακώς, καταδαρμένος και πονεμένος.

Από την ημέρα που με 'δε με το μαλακό, του 'δώκαν οι δαιμόνοι! είπεν η Μαργή, σπογγίζουσα τα δάκρυα με το άκρον της ποδιάς της. Παλλομένη δε σύσσωμος από αγανάκτησιν επρόφερε φοβερά απειλήν: — Ας μου ξαναμιλήση, κιά δε πιάσω πέτρα να του σπάσω την κεφαλή του, να μη με πούνε Μαρία παρά Φατουμέ! Καλό.

Αναστέναξε βαθιά και πήρε την άκρη της ποδιάς της Νοέμι τυλίγοντας το στρίφωμα με τα σκουρόχρωμα δάχτυλά της. «Ντόνα Νοέμι, κυρά μου, έχετε την καρδιά της μητέρας σας. Σ’ εσάς μπορώ να το πω. Όταν ο πατέρας μου με προειδοποίησε: εάν ξανασηκώσεις τα μάτια σου στον ντον Τζάμε θα σου τα βγάλω με τη βουκέντρα, εγώ τα έκλεισα και ο ντον Τζάμε από εκείνη τη στιγμή και έπειτα ήταν νεκρός για μένα.

Διότι, ναι μεν, ευδοκία της θείας προνοίας, είνε αληθές ότι και χάρις εις την φιλάδελφον προθυμίαν του χωρικού και αρχοντικού φίλου μου κυρ Γιάννη Πεντελιώτου, αξιούμαι σχεδόν κατ' έτος ανελλιπώς, κατά τας περιδόξους, ταύτας ημέρας να συμβάλλω εναμίλλως μετ' αυτού, υποβαστάζοντος διά της χειρός τα γυαλιά του, αγαπώντος το πολίτικον ύφος, παρατείνοντος επ' άπειρον τα μουσικά κώλα και τας καταλήξεις του, εις τον μικρόν αγροτικόν ναΐσκον του χωρίου Θ., όπου μυροβολεί ελισσόμενον εις κυανούς στεφάνους το μοσχολίβανον, περιβάλλον ως διά φεύγοντος πλαισίου τους ακτινωτούς στεφάνους και τας σεμνάς όψεις των αγίων, και όπου με τας κεντητάς ποδιάς των και τα λευκά κολόβια αι νεαραί χωρικαί προσέρχονται φέρουσαι αγκαλίδας ρόδων και ίων και θημονίας όλας δενδρολιβάνου, καταφορτώνουσαι με λόφους ανθέων τον πενιχρόν επιτάφιον, μη έχοντα ανάγκην άλλης πολυτελείας.

Πολλοί εκ της αγοράς έσπευδον εκεί και οινοπώλαι με τας διαβρόχους ποδιάς των και κρεωπώλαι με τα αίματα των σφαγίων επάνω των και ο καφεπώλης ακόμη και μικρέμποροι, κλείσαντες επί τούτω τα μαγαζεία των. — Τι τρέχει, ορέ; ηρώτησεν ο Δημήτρης μικρόν παίδα, διερχόμενον μετά σπουδής πλησίον των. — Νερό 'ς τ' αυλάκι· είπεν ούτος, υποπτεύσας ότι ήθελον να παιζογελάσουν μαζί του.

Τα ροδοκάλια της αυγής της δύσης η πορφύρα Μες την πανώριαν όψη της αδερφικά είχαν σμίξει. Τα χέρια της με της ποδιάς την άκρη άστοχα παίζαν Και μια της φτέρνα εσύντριφτε της γης εν' άγριο γιούλι. Καλότυχο χίλιες βολές της γης το λουλουδάκι Που ξεψυχάει παράκαιρα κάτου από τέτοια φτέρνα. — Μη γιατί κλαίω, γιατί βογγώ; της κρένει ο Λάμπρος πάλε.

Εννοήσας δε την ταραχήν του κυρ-Δημάκη, προσέθηκε πραΰνων αυτόν. — Θαρθούν αύριον βάρκες! θαρθούν! Και παραλαβών αυτόν εισήγαγεν εις τον ναόν, μικρόν, φωτισμένον, στολισμένον, πανηγυρίζοντα. Ησπάσθη ο κυρ-Δημάκης την «Γέννησιν» ανακειμένην εν μέσω κλαδίσκων φασκομηλέας επί χρυσοϋφάντου ποδιάς, επί γλυπτού παλαιού εικονοστασίου· και κατέλαβε στασίδιόν τι.

Το παρεκκλήσιον εώρταζε τη 26 Δεκεμβρίου την Σύναξιν της Υπεραγίας Θεοτόκου, ήτοι τα Επιλόχια. Λεχούς αμώμου, ανδρός μη γνούσης λέχος Κάτωθεν της εικόνος, επί λευκής μεταξοϋφούς ποδιάς, εφαίνοντο ανηρτημένα παιδάκια, και μόνον παιδάκια ασημένια, εξαιρέσει ενός μόνον αργυρού τεμαχίου το οποίον έφερεν άλλο σχήμα ζώου, ομοίου σχεδόν με άρνα κερασφόρον ή με έριφον.

Τα παιδάκια τα ανηρτημένα επί της λευκής ποδιάς ήσαν ομοιώματα μικρών παιδίων, ταχθέντα από τας μητέρας, όταν τα μικρά των ήσαν άρρωστα, εις την Παναγίαν την Γλυκοφιλούσαν, την μητέρα του θείου βρέφους, και προσφερθέντα εις τον ναόν της μετά την ίασιν των αρρώστων. Το ομοίωμα του μικρού ζώου ήτο και αυτό βεβαίως από τάξιμον.

Μωρέ μούτρα και μπαίνουν με τσ' ανθρώπους! Ου! να μου χαθής! Και με ταχείαν κίνησιν του έστρεψε τα νώτα και εκλείσθη εις το σπίτι, ο δε Μανώλης έμεινεν αποσβολωμένος εις τον δρόμον. Τόσον βεβαίας ελπίδας είχεν εις την εντύπωσιν της ποδιάς, ώστε η αγανάκτησίς του υπήρξε μεγάλη. Θαπηλπίζετο δε εντελώς, αν δεν ενεθάρρυνε την επιμονήν του με τους πειστικούς και διερεθιστικούς της λόγους η χήρα.