Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Και τα χείλια του κολλημένα στα χείλια της λευκής παρθένας, με τη δίψα μιας αλάκερης ζωής, ρουφούσαν, ενωμένα σ' ένα νεκταρικό πιοτό, τη ζωή και το θάνατο. Το πρωί οι χωριάτες, που πήγαιναν στα χωράφια, βρήκανε το γέρο — φιλόσοφο ξαπλωμένο στην όχθη της λίμνης. Το πρόσωπό του ήτανε γελαστό και ήμερο. Το νερό έβρεχε τα πόδια του.
Οι μυκτήρες της χονδρής ρινός του σφοδρώς ανεκινήθησαν αι δασείαι οφρύς του συνεσφίχθησαν παρά το μεσόφρυον κ' αι άγριαι τρίχες της λευκής κόμης του ανωρθώθησαν απειλητικαί. Η εξεγερθείσα υπεροψία του δεν εύρισκεν άλλο παρά εμπαιγμόν και χλεύην εις τους λόγους εκείνους του ενωμοτάρχου· επί της μορφής αυτού δεν ανεγίνωσκε παρά οίκτον άμετρον δι' αυτόν.
Η κίνησις λυχνίας ωδήγησε τον Γαλιλαίον εις την κατασκευήν του ωρολογίου, ο δε πειναλέος μοναχός ωδηγήθη υπό λευκής άρκτου εις ανεύρεση νέου πόρου ζωής.
Όταν επανήλθες μετά επτά έτη εις την ωραίαν τοποθεσίαν, την προσφιλή εις τας αναμνήσεις σου, δεν ήτο Φεβρουάριος ο μην και δεν υπήρχον πλέον ία να μυρώνωσι την ατμοσφαίραν με τας μεθυστικάς ευωδίας των. Αλλά δεν ήτο πλέον και η Πολυμνία εκεί, άλλο έμψυχον ίον, η μεθύσκουσα ποτέ την παιδικήν φαντασίαν σου με μόνον της λευκής λινομετάξου εσθήτος της τον θρουν.
Περάναντες το γεύμα των, όπερ άφθονον ως συνήθως και ποικίλον ουδέν είχεν ιδιαίτερον γνώρισμα, το δυνάμενον να αναμνήση αυτούς την απόκρεω, ανεκλίθησαν αμφότεροι απέναντι αλλήλων, εκείνος μεν επί σοφά μαλακού, καπνίζων το σιγάρον του, και χειλοποτών ηρέμα τον καφέν του, αυτή δε επί του εγγυτάτου εις την τράπεζαν κλιντήρος, θωπεύουσα νωχελώς διά της λευκής και δακτυλιοφόρου χειρός της το λείον τρίχωμα χονδροκεφάλου γάτου, ρέγχοντος μακαρίως επί των γονάτων της.
Τα παιδάκια τα ανηρτημένα επί της λευκής ποδιάς ήσαν ομοιώματα μικρών παιδίων, ταχθέντα από τας μητέρας, όταν τα μικρά των ήσαν άρρωστα, εις την Παναγίαν την Γλυκοφιλούσαν, την μητέρα του θείου βρέφους, και προσφερθέντα εις τον ναόν της μετά την ίασιν των αρρώστων. Το ομοίωμα του μικρού ζώου ήτο και αυτό βεβαίως από τάξιμον.
Η Ευθαλία και η γερόντισσα, εν τω μεταξύ αργοπατούσαι και συνομιλούσαι, μόλις έφθασαν πλησίον της πρώτης δασκάλας, και την εκαλημέρισαν. Πλην η μία άκρα της λευκής εμπροσθέλλας έπεσεν ακριβώς επί του νεκρικού κρανίου, και μόνον κατά τα δύο τρίτα το εσκέπασε. Το πρόσωπον, το στόμα, και το χάσμα της φαγωμένης ρινός του κρανίου έμειναν ορατά προς το μέρος οπόθεν ήρχοντο αι δύο γυναίκες.
Ψήκτραι δε και κτένια και ψαλίδια και τριχολαβίδες παρετάσσοντο ένθεν και ένθεν ως εύτακτος στρατιά επί της λευκής ως νεοστιβής χιών καλύπτρας του τραπεζίου.
Και είχε το ύφος του διστάζοντος ενώ εξέφραζε την ευχήν της αυτήν. Αλλά ταυτοχρόνως ηκούσθη ηδυπαθής συριγμός, ανερχόμενος εις τον γαλανόν αιθέρα. Ήτο απαλός, δροσερός δύναται κανείς να είπη, όπως το ψιθύρισμα μιας λεύκης, όταν σιγαλά σιγαλά φυσά εις τα φύλλα της το πρώτον αεράκι της αυγής.
Διέσχιζε πελάγη και βουνά και επτερύγιζεν επάνω μιας λευκής πόλεως, όλης μαρμαρίνης και πελεκητής, ως ήρχισε τελευταίον να βλέπη εις το όνειρόν της το κατάλευκον της Ελλάδος άστυ, το οποίον ουδέποτε είχεν ίδει, ούτε εικονισμένον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν