United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τ' αντρόγυνο γελαστό, ευχαριστημένο πάντα, κάθησε τότε σ' ένα τραπεζάκι, ο άντρας σφούγγισε τον ίδρωτα από το μέτωπο του, και χτύπησε με το χέρι του: — Βάλε μας μισή οκά, παιδί!.... Παραζεματάει σήμερα ήλιος!... Άξαφνα στο πλάι μου, πίσω από την παράγκα, μου φάνηκε πως άκουσα κάτι σαν αναφυλητό. Έσκυψα λίγο.

Τίποτε δεν είταν ωραιότερο από το να βλέπη κανείς πως ο μεγάλος αδερφός, που του άρεσε να κάνη τον άντρα και γι' αυτό δεν ήθελε να δείχνη τα αιστήματά του, έσερνε το μικρό αδερφάκι μέσα στο αμαξάκι, χαιρότανε με το γελαστό προσωπάκι και γύριζε πίσω αδιάκοπα για να δη μην έπεσε ο μικρός. Το μόνο, που μπορούσε να συγκριθή με την εικόνα αυτή, είταν όταν έβλεπε κανείς το Σβάντε να κάνη το ίδιο πράμα.

Κάποτε χάραζε με λεπτές άλικες γραμμές σε άσπρο φόντο τον αποχαυνωμένο νιόνυφο με τη νέα του γυναίκα και τον Έρωτα φτερουγίζοντα γύρω τουςέναν Έρωτα σαν έν' από τους αγγέλους του Donatello —, ένα πλασματάκι γελαστό με χρυσωμένα ή μπλε φτερά. Και στην κυρτή πλευρά έγραφε τόνομα του φίλου του. Το ΚΑΛΟΣ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ή ΚΑΛΟΣ ΧΑΡΜΙΔΗΣ μας λέει την ιστορία της εποχής του.

Καθώς όταν ψοφήμι πεταχτή σε κατοικημένα λημέρια, κι αρχίζη ώρα με την ώρα και φορτώνεται ο αέρας θανάσιμη βώχα, έτσι και στο χωριό μας το ήμερο, το γελαστό, το καθάριο, μια και τούχυσε στάλα η λυσσασμένη η μαζώχτρα από τα σπλάγχνα της, λες κι άνεμος φύσηξε και μετάδωκε το μόλυσμα από δρόμο σε δρόμο, από σπίτι σε σπίτι, από στόμα σ' αυτί.

Και τα χείλια του κολλημένα στα χείλια της λευκής παρθένας, με τη δίψα μιας αλάκερης ζωής, ρουφούσαν, ενωμένα σ' ένα νεκταρικό πιοτό, τη ζωή και το θάνατο. Το πρωί οι χωριάτες, που πήγαιναν στα χωράφια, βρήκανε το γέροφιλόσοφο ξαπλωμένο στην όχθη της λίμνης. Το πρόσωπό του ήτανε γελαστό και ήμερο. Το νερό έβρεχε τα πόδια του.

Στον Κ. Μάνον Το γεροντάκι αποκοιμήθηκε στα ύστερα στην άκρη του και η μεγάλη λάμπα αντικρύ του με το πράσινο κομψό αμπαζούρ της, φώτιζε γελαστό το μισοασπρισμένο κεφάλι του· κοιμούνταν τον ευτυχισμένο αγροτικό ύπνο του. Η πλακόστρωτη ταράτσα καταστοιβαγμένη από πρασινάδες και λουλούδια ολόγυρα, είταν το μόνο φωτισμένο μέρος του μικρού σπιτιού, που κοιμούνταν σε βαθειά σιγαλιά.

Λίγο χοντρούλα για σένα ίσως, αλλά δεν είναι επικίνδυνη, επειδή πέρασε τα τριάντα εδώ και καιρό….» «Στεφάνα, Στεφάνα», φώναξε κρατώντας τον πάντα ακίνητο και στρέφοντας το γελαστό του πρόσωπο προς την πόρτα, «άκου, εδώ έχουμε ένα μνηστήρα.» Η γυναίκα πρόβαλε, στα μαύρα, με πρησμένη την κοιλιά, πρησμένο το στήθος και το πρόσωπο αυστηρό όπως εκείνο μιας κυρίας.