United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Εις ό,τι λέγεις, τέκνο μου, απ' αίμα καλό δείχνεις• κ' είμαι αρκετός τ' άλογ' αυτά μ' άλλο να μεταλλάξω• και απ' όσα είναι στο σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα, πανεύμορφο, πολύτιμο, θα σου φιλοδωρήσω. κρατήρα καλοκάμωτον θέλει σου δώσω, 'π' όλος 615 είναι αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη, έργον του Ηφαίστου• ο Φαίδιμος ήρωας μου το 'χει δώσει, των Σιδονίων βασιληάς, 'ς την σκέπη του όταν ήλθα, διαβάτης εις τον γυρισμό• και συ να το 'χης θέλω».

Κι αν βαρεθούμε καμμιάν από τις παλιές εποχές και θέλουμε να αισθανθούμε την εποχή μας μ' όλη της την πράξη και την αμαρτία, δεν είναι βιβλία που μπορούν να μας κάνουν να ζήσουμε σε μια μοναδική ώρα πιο πολύ παρά σε είκοσι χρόνια ντροπή; Πλάι στο χέρι σου είν' ένας μικρός τόμος, δεμένος με πετσί χρώματος πρασίνου του Νείλου, με σκόρπια 'πάνω του χρυσωμένα νούφαρα και ισιαμένα με σκληρό φίλντισι.

Μας μασκάρεψαν με κράνη και περικεφαλαίες, με δόρατα, σάνταλα, χιτώνες, θώρακεςόλα χάρτινα και ξύλινα, χρυσωμένα με χρυσόχαρτα κολλημένα. ― Από την άλλη μεριά, η παράδοση κ' οι Φαναριώτες, ενεργούσαν. Αυτοί πάλι έλεγαν: «Θα πάρουμε την Πόλη», «ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς κ' η κόκκινη, μηλιά», «η Αγιά Σοφιά», το βυζαντινό κράτος ― η Μεγάλη Ιδέα.

Φιλτισωμένες οι πόρτες, χρυσωμένα τα στεγάσματα, χάμου μυριόχρωμα ψηφιδωτά και χαλιά μαλακά και βαριότιμα. Οι τοίχοι ολοτρόγυρα μάρμαρο από τα σπανιώτερα, κι αν έλειπε το μάρμαρο, χρυσωμένοι κι αυτοί. Κρεββάτια φιλτισωμένα ή αργυρόφκιαστα, κι αν είταν από σπάνιο ξύλο, δεν έλειπε μηδ' από κει το χρυσάφι.

Τούτα ενώ κείνος έζυαζετου λογισμού τα βάθη, 120 η Ελένη από τον θάλαμο τον μυροβόλον ήλθε, όμοια με την Αρτέμιδα, 'πώχει χρυσά τα βέλη. σιμά της βάζ' η Άδραστη θρονί καλοφτειασμένο, από απαλώτατο μαλλί τάπητα η Αλκίππη φέρνει, άργυρο κάλαθο η Φιλώ• δώρο ήταν της Αλκάνδρης, 125 της γυναικός του Πόλυβου, 'πουταις Αιγύπτιαις Θήβαις εκατοικούσε, και άπειρατο σπίτι έχει τα πλούτη• του Ατρείδη εκείνος έδωκε δύ' αργυρούς νιπτήραις, δυο τρίποδαις και τάλαντα δέκα χρυσά, και ακόμη η σύντροφος δώρα λαμπρά χάριζε της Ελένης, 130 χρυσή 'λεκάτη, κ' εύμορφο καλάθι τροχοφόρο, ολάργυρο, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη. κείνο τότε η θεράπαινα Φιλώ της παραθέτει από εργασμένα γνέματα γεμάτ' όλο, κ' επάνω με το γιοφύλλινο μαλλί τεντόνετο η 'λεκάτη• 135 κ' εκάθισεν εις το θρονί, οπού 'χεν υποπόδι, κ' ερώτησε τον άνδρα της η Ελένη, ένα προς ένα•

Η εκπαίδευση είναι κάτι θαυμαστό, όμως καλόν είναι να θυμόμαστε πού και πού ότι τίποτε που αξίζει τη γνώση δεν μπορεί να διδαχθή. Από τις μισοανοιγμένες κουρτίνες του παραθυριού βλέπω το φεγγάρι σαν ένα κομμένο κομμάτι ασήμι. Σαν χρυσωμένα μελίσσια σωρεύονται γύρω του ταστέρια. Ο ουρανός είν' ένας σκληρός κοίλος σάπφειρος. Πάμ' έξω στη νυχτιά.

Και τόση αγάπη, τόσο σεβασμό την είχαν αυτή την τέχνη, που ο μεγάλος ο Κωσταντίνος δε φορολογούσε τους τεχνίτες της. Στη δόξα της όμως είταν αυτή η τέχνη τον έχτον αιώνα. Και δεν είταν οι βυζαντινές οι «ψηφίδες» απλά πετράδια καθώς των Ελλήνων και τω Ρωμαίων, παρά τεχνητά· δηλαδή γυαλοκόμματα χρωματιστά ή και χρυσωμένα. Έτσι και σφαντούσανε πιώτερο, έδιναν και μεγαλήτερη ποικιλία στα χρώματα.