United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πλιάτσικα με τους σωρούς μαζέψαμε οχ τον κάμπο, πενήντα βοϊδοκόπαδα, προβάτων άλλα τόσα, πενήντα χοίρων, και γιδιών πλατιά κοπάδια ως τόσα, και γλήγορα άλογα ξανθά ως εκατόν πενήντα, 680 όλα φοράδες πούθρεφαν πολλές τους και πουλάρια. Και μες σε μια νυχτιά όλα αφτά τα πήγαμε στην Πύλο ως στο καστρί. Αναγάλλιασε μέσα ο Νηλιάς στα στήθια πούμουνα τόσο τυχερός μόλις σε μάχη βγήκα.

Ο παππά Συνέσιος εφοβήθηκε κ' εζήτηξε με τρόπο να φέρη διόρθωσι, να βουλώση τα στόματα μα ήταν αδύνατο και μια νυχτιά επήρε τη μάννα του κ' έφυγε για το εξωτερικό, δεν ήπαυσε όμως να ενεργή από εκεί, με το μέσο εκεινών που τον αγαπούσαν, για να γυρίση πίσω και αληθινά, ύστερ' από καιρό το εκατώρθωσε.

Κι' αφού τους έκραξε, έστησε βαθιά βουλή μαζί τους 55 «Ακούστε, αδρέφια. Ο Όνειρος μου φάνηκε ήρθε τάχα μες στην αθάνατη νυχτιά, στον ύπνο που κοιμόμουν, κι' απ' όλους πιο του Νέστορα, του βασιλιά απ' την Πύλο, λες θάμιαζε στο πρόσωπο, στ' ανάστημα, στα χρόνια.

Έτσι ας προσέξει, όσο πολύ κι' αν είναι παλικάρι, 410 μήπως στη μάχη άλλος κανείς του βγει πιο δυνατός του, κι' η Γιάλα η αρχοντόθρεφτη καμιά νυχτιά απ' τον ύπνο σηκώσει με τα κλάματα το σπιτικό της όλο, το τέρι της γυρέβοντας, τον πρώτο απ' τους Αργίτες, η γνωστικιά του φοβερού Διομήδη γυναικούλα415

Η εκπαίδευση είναι κάτι θαυμαστό, όμως καλόν είναι να θυμόμαστε πού και πού ότι τίποτε που αξίζει τη γνώση δεν μπορεί να διδαχθή. Από τις μισοανοιγμένες κουρτίνες του παραθυριού βλέπω το φεγγάρι σαν ένα κομμένο κομμάτι ασήμι. Σαν χρυσωμένα μελίσσια σωρεύονται γύρω του ταστέρια. Ο ουρανός είν' ένας σκληρός κοίλος σάπφειρος. Πάμ' έξω στη νυχτιά.

Σκοπός του είτανε του Επιτρόπου να την κουβαλήση ταποταχύ στου Δεσπότη, κι ας αποφασίση εκείνος κι ο Πασάς το τι να την κάμουν. Την πέρασε η Ασήμω στο κελλί τη νυχτιά της. Δεν καλόξερε και γιατί την είχαν εκεί, μα κάτι έκοβε το μυαλό της και δεν έβρισκε ανάπαψη. Όντας όμως καλά φυλαγμένη, δεν μπορούσε και να ξεκόψη.

Κάτω από τα δέντρα, δίχως μιλιά, την έσφιξε στο στήθος του. Σφιχτά δέθηκαν τα μπράτσα τους γύρω από τα κορμιά τους, και ως την αυγή, σαν τυλιγμένοι με σχοινιά, έμειναν έτσι. Παρά τον Βασιληά και όλους τους φρουρούς του κόσμου, οι αγαπημένοι εγλέντησαν τη χαρά τους και την αγάπη τους. Αυτή η νυχτιά ξετρέλλανε τους αγαπημένους.

Η θεια Χρηστίτσα στην άλλη άκρη της φωτογωνιάς, στα γέρικά της γόνατα γερμένη, χίλιω χρονώνε τόρα γριά ανάμεσα σε μια νυχτιά, κρύβει τα σβυσμένα τα ματάκια της μέσα στα χέρια τα ξεραγκιανά, και κλαίει, ολοένα κλαίει. Μάβροι και σκοτεινοί οι λογισμοί της περιτριγυρίζουνε το νου σπαραχτικά, και τη νυχιάζουνε στα βάθη της ψυχής σκληρά, για την αμαρτωλή ζωή της κόρης της της ακριβής.

Ξέρεις τι ώρα γιομάτη μυστήριο ιερό και θρησκευτικό γήτεμμα είνε τούτη που ακαρτεράς άγρυπνος τόση νυχτιά ν' ακούσης ν' άρχεται ο κράχτης στη γειτονιά σου χτυπώντας παντού στες αυλόπορτες το βροντερό εκείνο μπαμ-μπαμ-μπαμ! με το ξύλινο το τσοκάνι του.