Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Ο παππά Συνέσιος εφοβήθηκε κ' εζήτηξε με τρόπο να φέρη διόρθωσι, να βουλώση τα στόματα μα ήταν αδύνατο και μια νυχτιά επήρε τη μάννα του κ' έφυγε για το εξωτερικό, δεν ήπαυσε όμως να ενεργή από εκεί, με το μέσο εκεινών που τον αγαπούσαν, για να γυρίση πίσω και αληθινά, ύστερ' από καιρό το εκατώρθωσε.
— Ου, καϋμένε Τηλέμαχε, λέγει η δεσποινίς Ασπασία, τι ανοησίαις που λες! — Κύτταξε που το πίστευσε κ' εφοβήθηκε! υπολαμβάνει ο Περδικίδης και γελά έτι θορυβωδέστερον. Έννοια σου, Ασπασάκη! έννοια σου, και ο μπαμπάς τέτοιους χωρατάδες άνοστους δεν τους κάμνει. Αλήθεια, μητέρα, δεν τρώμε; Είνε μία περασμένη. Η οικογένεια Περδίκη απέκαμε να περιμένη τον αρχηγόν αυτής και κάθηται εις την τράπεζαν.
Κ' επειδή εφοβήθηκε περισσότερο για το δικό του το παιδί παρά για κόρη ξένη, εξέταζε με μεγάλη προσοχή τα λόγια του Δρύαντα· κι όταν είδε και τα σημάδια, που του παρουσίασε, τα ολόχρυσα ποδήματα, τα βρακάκια, τη φασκιά, αφού εφώναξε τη Χλόη της έλεγε να κάνη καρδιά, επειδή έχει πια άντρα και γλήγορα θα βρη και τον πατέρα της και τη μητέρα της.
Την πρώτη μέρα που ήλθε έκαμε θυσία στους θεούς, που διαφέντευαν την εξοχή· στη Δήμητρα και στο Διόνυσο και στον Πάνα και στις Νύμφες· έκαμε και τραπέζι σ' όλους, που ήταν εκεί. Κατέβηκε ύστερα και στο κοπάδι για να ιδή και τα γίδια και το βοσκό. Η Χλόη έφυγε στο δάσος, επειδή ντράπηκε κ' εφοβήθηκε τόσον κόσμο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν