United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και 'ςτά λουμάκια οι ζιζικάδες εσυγκρατούσαν τ' ατέλειωτο και μονότονο τραγούδι τους. Τα πουλάκια της ερημιάς δεν ακουγόταν. Πετούσαν από κλαρί σε κλαρί με ξανοιγμένα τα στόματα από την κάψα, ζητώντας δροσιά, βουβά κι άλαλα, με την αγωνία ζωγραφισμένη 'στά μικρά ζωηρά ματάκια τους. Η γαλατσίδα, η σχοιναριά και το χαμοκέρασο ανάδιναν βαριά σύσμιχτη μυρουδιά, θερμασμέν' από την αχτίδα.

Ο δε φοβούμενος να εμβαπτίση την χείρα του εκεί εις τα θολά, όπου άγνωστον αν δεν συναντήση τα ανοικτά στόματα του οστράκου, σκληρά ως λαβίδα σιδηράν, δεν δύναται να συλλάβη καρκίνους.

Έτσι έλυωνε του Νίκου η ψυχή κι όλο το κορμί του άνοιγε σε μύρια στόματα για μύρια το καθένα του φιλιά. . . . Κι όχι μονάχ’ αυτοί οι δυο. Όχι! «Τα παιδάκια» ! πολεμούσαν άλλοι να τους μουλώξουνε με τις φωνές τους Όχι το «μαρινάτοΌχι!

Το πλήθος έμενε με στόματα κεχηνότα και περιέμενε την εξήγησιν. Αξιοσημείωτον δε είνε πως η Εφταλουτρού, ούσα εκ των κυριωτάτων προσώπων της σκηνής κατώρθωσε να εκφύγη χωρίς οι θεαταί να παρατηρήσωσι τούτο. Αλλ' η γραία αύτη ήτο εξ εκείνων των προσώπων, άτινα ευκόλως εισδύουσι πανταχόσε, και ευκόλως πάλιν εξαφανίζονται. Ο Μάχτος έλαβε την Αϊμάν από του βραχίονος και την εβοήθησε νανορθωθή.

Πάντα όμιος δίχως λάθος, Και σε ύψος, και σε βάθος, Σε μεγάλα σε μικρά, Τ' άλλα στόματα ομπροστά του, Ως προς τα χαρίσματά του, Μνήσκουν άλαλα, νεκρά. Είναι, είνα, αλήθια τέρας Της τωρεσινής ημέρας, Του αιώνα η στολή· Μόνε σ' ένα πράμμα σφάλλει Το αμίμητο κεφάλι, Που χοντρά παραλαλεί. Α ν ο σ τ α ν ά λ α δ ο ς Ακόμα δεν αγρήκησα τινάν να ειπή, Μια χάρι να 'χης τάχατε, σαν οι λοιποί.

Δυνάμεθα να είμεθα εγγύς προς Αυτόν εν παντί καιρώ, και προ πάντων όταν εις προσευχήν το γόνυ κλίνωμεν, όσον ο Ηγαπημένος μαθητής ήτο όταν έκλινε την κεφαλήν επί του στήθους Εκείνου. Ο λόγος του Θεού είνε εγγύτατα εις ημάς, και εις τα στόματα και εις τας καρδίας μας. Εις ώτα κλειστά η φωνή Του δυνατόν να φαίνεται ότι δεν ηχεί πλέον.

Την πτωχήν ορφανήν, η οποία με τον καρπόν αυτόν θ' αποκατασταθή εις τον κόσμον. Τον δύσμοιρον κτηματίαν, ο οποίος με τον καρπόν αυτόν θα θρέψη τα τέκνα του, αναμένοντα ως τα μικρά μισιργούδια εν τη φωλεά των, με ανοικτά τα στόματα: — Σκουλίκι έπεσε! — Δεν δέσανε καλά! — Πέφτουν αλάκερα σταφύλια! — Της πήρε το ποτάμι!

Άιντε, μωρέ πλιάκ' ιντερμπούαρ! — Όλ' αυτά ακουστά τάχω, μωρέ παιδιά μου, πως τα λεν τα χαρτιά και τα στόματα των παλιών. Ακουρμαστήτε και τούτο που ο ίδιος με τα μάτια μου το διάβασα.

Γκρεμίστηκε κι' αφτός σιμά στη ρόδα του οχ τ' αμάξι χάμου, και μύτες στόματα κατάγδαρε κι' αγκώνα. 395 Δίπλα ο Διομήδης μέριασε, και βάρα βάρα τ' άτια 398 απ' τους λοιπούς πολύ μπροστά ξεπέταξε, τι θάρρος έβαλε στ' άλογα η θεά και τούδωκε τη νίκη. 400 Δέφτερος πίσω του έτρεχε ο καστανός Μενέλας. Τότε έκραξε ο Αντίλοχος στο γονικό ζεβγάρι «Ομπρός κι' εσείς στα τέσσερα με δρασκελιές μεγάλες!

Δηλαδή πολλάκις δεν είναι εύκολον να ομιλή κανείς τα αντίθετα από άπειρα άλλα στόματα. Και πώς; Τάχα ολίγον αντίθετα προς τους πολλούς σου φαίνονται ότι είναι όσα είπαμεν προηγουμένως περί νόμων; Αυτό που λέγεις τόρα είναι πολύ αληθές.