United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πού πας περδικομάτα μου, κατά 'ςτό μεσημέρι, Που σε λερώνει ο κορνιαχτός και σε μαυρίζει ο ήλιος; 'Στά φουντωτά τα δένδρα μου να ξαποστάσης έλα, Να πιής οχ' τη βρυσούλα μου, να πάρης λίγη ανάσα, Να ξαπλωθήςτους ίσκιους μου όσο να πέσ' η κάψα Κι' όσο να πάρη το δροσιό, κ' ύστερ' αν θέλης φεύγεις.

Πάαινε καβάλα στάλογό του για τα Γιάννινα κι αυτός. Είχε πέσ' η κάψα. Είχε γήρει ο ήλιος. «Για σου Μπεϊλούλαγα» τον χαιρετάω. «Καλώς το Φώτο», μου λέει. «Για που ώρα καλή;» «Για τα Γιάννινα». «Κ' εγώ για τα Γιάννινα είμαι». «Ε, μαζί θα λα πάμε, καλή συντροφιά θάμεστε». Ύστερα με ρώτησε για τ' εσένα. Κατόπι μου γύρεψε καπνό από το μεσακό χωράφι.

Ένα θαυμάσιο γεύμα ήτανε ετοιμασμένο μέσα σε χρυσά πιάτα· κ' ενώ οι Παραγουιανοί τρώγανε καλαμπόκι μέσα σε ξύλινα πινάκια στον ανοιχτό κάμπο, μέσα στη κάψα του ήλιου, ο αιδεσιμώτατος πατήρ διοικητής μπήκε στη φυλλωσιά.

Η Κερά Ελέγκω είχε φουσκώσει απ’ το καμάρι της για τη χαρά της αγαπημένης της της Λιόλιας, απ’ τον ανήφορο, απ’ την κάψα: ήτονε Γιούλιος μήνας και φύλλο δεν κουνιόταν. . . Εδώ πάνω στον ήσκιο της εκκλησιάς έκανε λίγη πρωινή δροσιά.

Και ο νέηλυς Αθηναίος δεικνύει εις τον μεσίτην υπερμεγέθη θεατρικήν ειδοποίησιν, κυκλοφορούσαν διά του πλήθους επί των ώμων μικρού γεροντίου. Η άμαξα διέρχεται μετά μικρόν την οδόν Φιλελλήνων, κάμπτει την αγγλικήν εκκλησίαν και καταβαίνει προς τους παριλισσίους κήπους. — Δεν αφίνομεν το αμάξι, να περιπατήσωμεν ολίγον; παρα... πάψε κ' εβαρεθήκαμε, κάμε και λίγη κάψα!

ΜΙΣΤΡΑΣΔεν θα κατεβή λοιπόν η Οφηλία; Την περιμένει τόσος κόσμος. Διάβολε! Μ' αυτή τη κάψα.... ΛΕΛΑΘα κατεβή. Ξέρετε όμως, γιατρέ, πως δεν τρελλάθηκε ακόμα εντελώς. Ο έρως του Αμλέτου δεν έφθασε ακόμη εκεί που πρέπει. Η καϋμένη η Οφηλία! Τώρα κανένας δεν τρελλαίνεται ούτε αυτοκτονεί. Οι Οφηλίες και οι Βέρθεροι ήσαν του παληού καιρού.

Και 'ςτά λουμάκια οι ζιζικάδες εσυγκρατούσαν τ' ατέλειωτο και μονότονο τραγούδι τους. Τα πουλάκια της ερημιάς δεν ακουγόταν. Πετούσαν από κλαρί σε κλαρί με ξανοιγμένα τα στόματα από την κάψα, ζητώντας δροσιά, βουβά κι άλαλα, με την αγωνία ζωγραφισμένη 'στά μικρά ζωηρά ματάκια τους. Η γαλατσίδα, η σχοιναριά και το χαμοκέρασο ανάδιναν βαριά σύσμιχτη μυρουδιά, θερμασμέν' από την αχτίδα.

Ο μεγαλόσωμος γιατρός, φυσώντας πάντα άγρια τα πλατειά ρουθούνια του, σηκώθηκε. — Ε! τι έχει το παιδί σου γερόντισσα; — Μην τα ρωτάς, κυρ γιατρέ. Ένα μήνα τόρα άλαλο, από κάψα σε κάψα. Αχ! παιδάκι μου... Και σήκωσε το παλιοχράμι, ξεσκέπασε το παιδί της από το κεφάλι ως τα πόδια.

Στη Σκάλα της Παραμυθιάς, μες τον ανήφορο, π' ανέβαινα με τα φορτώματά μου, τον ηύρα μπροστά μου το βουρκόλακκα. Πάαινε καβάλα στάλογό του για τα Γιάννινα κι αυτός. Είχε πέσ' η κάψα.

Διερχόμεθα την θερμοτέραν εποχήν του έτους, όταν το άστρον, που σεις ονομάζετε κύνα, κατακαίει τα πάντα και ξηραίνει τον αέρα• επειδή δε είνε και μεσημέρι και ο ήλιος βρίσκεται πάνω από τα κεφάλια μας, δίδει ανυπόφορη κάψα.