United States or Eritrea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του παίρνω τότες και τα φουσεκλίκια κ' εκεί που ξεψύχαε γυρίζω και του λέω: «Ε, ωρέ αγά, πάρτα τώρα εσύ και τα ρύζια και τ' άλογα κι άει κατά διαόλου». Και τ' απαριάζω όλα ουδεκεί στην ερημιά και κάνω μοναχός μου έτσι για τον κατήφορο γλήγορος. — Και τώρα; — Τώρα να σκωθούμε και να φύγουμε. Θα μας γνωρίσουν τ' άλογα και θα λα μας πιάκουν. — Να φύγουμε!

Εν θανασίμω αμαρτία εναντίον της ιδίας συνειδήσεώς του, ο Ιούδας επέμενε να επισωρεύση δι' εαυτόν οργήν, «εν ημέρα οργής και αποκαλύψεως του δικαίου κρίματος του Θεού». ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΑ'. Η λύσσα των εχθρών του Χριστού

Έρριξαν τα παιδιά τη βάρκα στη θάλασσα· α — λά τα χέρια στα κουπιά, έβγήκαν έξω στα σπηλάδια, καμακίζουν χταπόδια στα θαλάμια τους, καλαμώνουν αχινούς, συνάζουν καβούρους, ξεκολλούν στρείδιααγνά ό,τι εύρουν. Μα το ναυτόπουλο, ένας κασιδιάρης και κακομοίρης, που τον είχαν για ψυχικό, ξεκόβει από τ' άλλα τα παιδιά.

Πάαινε καβάλα στάλογό του για τα Γιάννινα κι αυτός. Είχε πέσ' η κάψα. Είχε γήρει ο ήλιος. «Για σου Μπεϊλούλαγα» τον χαιρετάω. «Καλώς το Φώτο», μου λέει. «Για που ώρα καλή;» «Για τα Γιάννινα». «Κ' εγώ για τα Γιάννινα είμαι». «Ε, μαζί θα λα πάμε, καλή συντροφιά θάμεστε». Ύστερα με ρώτησε για τ' εσένα. Κατόπι μου γύρεψε καπνό από το μεσακό χωράφι.

Επί τέλους λαβών τον αδελφόν μου κατά μέρος: — Έλα, άφησε τα γέλοια σου, λέγω, και ειπέ μου τι συμβαίνει εδώ πέρα; Τι σας είναι αυτοί; — Τώρα θα σε το πω, είπεν ο αδελφός μου γελών έτι περισσότερον. Τώρα θα σε το πω. Πήγαινε, Λουή! δυο καφέδες γρήγορα! Μα κύτταξε, να μην τους κάμης πάλε σαν τα φραγκικά σου τ' αποπλύματα! Α — λατούρκα, και χωρίς ζάχαρι! Ακούς;

Σε λίγην ώρα όμως, ξάφνου, πετιέται ορθός σα μαχαιρωμένος, αγκαλιάζει τ' αλόγου του το λαιμό και του καταφιλεί το μέτωπο με δάκρυα και με τέτοια θλιβερά λόγια, μισοκομέν' από λυγμούς. — Κακότυχέ μου ντουρί, δε θα λα ιδής άλλη βολά τώρα τη Χάιδω την ώμορφη, δε θα λα σου χαϊδέψη πάλε τη χιούτη σου με τα μαρμαρένια της χέρια, δε θα λα σε ταγίση άλλη βολά το βρώμι στην πλουμισμένη της ποδιά.

Αυτός ο λόγος επέταε στα στόματα όλων κι' αυτός ο λόγος άναφτε μέσα στα σπλάχνα μας. Οι τούρκοι είχαν γίν' άφαντοι την αυγή τούτη. Εφοβήθηκαν από ταραχές. Γιατί κι' όλοι μας, δεν ακαρτερούσαμεν, παρά ταραχές. — Τα χωριά δε θα λα το νταγιαντίσουν. Έλεγαν άλλοι. — Εκκλησιά πουθενά δε θα λ' ανοίξη με το στανιό, αν είμεστε Χριστιανοί κι' αν έχουμε Πατριάρχην.

Ηξεύρει εις τα δάκτυ- λά του τους νόμους της τιμής και την τέχνην της μο- νομαχίας. Το σπαθί του το παίζει, καθώς παίζεις τον ταμπουράν· προσέχει εις το μέτρημα, εις το λάλημα και εις το κτύπημα· θα σου μετρήση έν, δύο, τρία, και άρπα την εις το στήθος! Σου ετρύπησε το κουμβί ως που να γυρίσης να ιδής. Φοβερός εις ταις σπαθιαίς! Μονομάχος του πρώτου νερού! Ηξεύρει διατί και πώς να ξεσπαθώση.

Μόνον όταν έφθασεν εις την Κεχρεάν, ηναγκάσθη να ομολογήση, ολίγον αργά, δεν είχε περάσει πλησίον από το μοναστηράκι της Παναγίας. — Γιατί; ηρώτησεν η κόρη της. — Πήγα χαμ' λά, απ' τον Ιληώνα. Βορειότερον ολίγον του μονυδρίου της Παναγίας της Κεχρεάς ευρίσκετο είς ελαιών της. Αυτή, πριν φθάση εις την Παναγίαν, είχε στρέψει κ' επήγε να ιδή τον ελαιώνα, αν και είχε νυχτώσει ήδη.

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Και δεν ημπορείς να την πάρης μόνος σου την αφορ- μήν; Να σου την δώσουν πρέπει; ΤΥΒΑΛΤΗΣ Μερκούτιε, συχνολαλείς με τον Ρωμαίον! ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Συχνολαλώ! Παιγνιδιάτορα μ' έκαμες εμένα, να λα- λώ; Αν με κάμης παιγνιδιάτορα, κύτταξε καλά να μη σου ταις παίξω! Το βλέπεις το βιολί μου; Να μη σε κάμω μ' αυτό να χορεύσης, εσύ! Ακούς εκεί, συχνο- λαλώ!