Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Ο Τζατσίντο έσπαζε τα καρύδια με τα δυνατά του χέρια και έστηνε το αυτί στα κουδουνίσματα των κοπαδιών που περνούσαν πίσω από το σπίτι. Είχε σχεδόν νυχτώσει. Το Βουνό σκοτείνιασε και εκεί, μέσα στο υγρό δωμάτιο με τους πράσινους από την υγρασία τοίχους, ήταν σαν να βρισκόταν κανείς μέσα σε σπηλιά, μακριά από τον κόσμο. Η περιγραφή του πανηγυριού που έκανε η Νοέμι τον εντυπωσίαζε.
— Είπαμε, καλημέρα! ξαναείπε ο νεόφερτος. — Την κακή ψυχρή σου μέρα. — Ευχαριστώ! είπε ο νεόφερτος. Δεν του κακοφάνηκε. — Τίποτα, τίποτα! μουρμούρισε ο Μπαρμπα-Δημητρός. Τράβηξε άλλο ένα κρασάκι. «Έτσι θέλουν αυτοί για να ησυχάσουν», είπε μέσα του. Είχε νυχτώσει. Ότε άναβε το παιδί το φανάρι φάνηκε ο Καπετάν Βαγγέλης στην πόρτα.
Άκουσαν οι γυναίκες στις αυλές-πουν' ταυτί τους μαθημένο-και βγήκανε στις πόρτες• μερικές κιόλας, που τις έτρωγε η περιέργεια, πήραν τον ανήφορο ίσαμε μπροστά στο σπίτι. . . Είχε νυχτώσει πια. . . Ηύραν ευκαιρία οι Χαρζανοπουλίνες με τη σύμμαχο τους να κάνουν ταχτικήν υποχώρηση: δεν ηθέλανε να τις ιδούν οι προστυχάντσες, γιατί βαστούσαν πολύ στην αξιοπρέπεια!-Τα χάλια τους !. . να τις βλέπατε πως ξεγλίστρησαν έξω απ’ την πόρτα να κρυφτούνε στη δική τους!. . . Βγήκε κ' η Ευρυδίκη, νικήτρια ! Μα η νίκη της ήτονε συφορά και χαλασμός αλάλητος : τίποτα δε βρισκόταν απάνω στο κεφάλι της απ’ όσα τόχε φορτώσει το πρωί.
Κι' οι προεστοί των Αχαιών μαζέφτηκαν κατόπι στον Αχιλέα ολόγυρα και τον περικαλούσαν να φάει και κάτι, μα όχι αφτός τους έλεγε βογγώντας «Να ζήστε, αδρέφια, αν μ' αγαπά κανείς σας, μη μου λέτε 305 ψωμί ή κρασί προτύτερα στο στόμα μου να βάλω, γιατί έχω μες στα στήθια μου τα σπλάχνα ματωμένα. Κι' ως να νυχτώσει αν καρτερώ, σας λέω μη με φοβάστε.»
Μόνον όταν έφθασεν εις την Κεχρεάν, ηναγκάσθη να ομολογήση, ολίγον αργά, δεν είχε περάσει πλησίον από το μοναστηράκι της Παναγίας. — Γιατί; ηρώτησεν η κόρη της. — Πήγα χαμ' λά, απ' τον Ιληώνα. Βορειότερον ολίγον του μονυδρίου της Παναγίας της Κεχρεάς ευρίσκετο είς ελαιών της. Αυτή, πριν φθάση εις την Παναγίαν, είχε στρέψει κ' επήγε να ιδή τον ελαιώνα, αν και είχε νυχτώσει ήδη.
Η χωρική γραία εστάθη και την εκύτταξε. Τώρα μόνον εφάνη να εξύπνησεν εντελώς, και αναγνωρίσασα αυτήν· — Πού βρέθηκες εδώ; είπε. — Μην ερωτάς, είπεν η Γιαννού. Είχα νυχτώσει 'ς έν άλλο καλύβι, μα δεν είχα ύπνο. Σα θυμήθηκα το κοφίνι μου, ήρθα. Πώς είστε; Τι κάν' η λεχώνα; — Τι να κάμη; Τα ίδια . . . Μα δε μου λες, είπε μετά τινα δισταγμόν η γραία· γιατί σ' εγύρευαν κείν' οι ταχτικοί;
Οι αδελφές της την βρήκαν σ’ αυτή την κατάσταση. Η ντόνα Έστερ πήρε το χαρτί, με το χέρι έξω από το σάλι∙ η ντόνα Ρουθ άναψε το λυχνάρι επειδή είχε κιόλας νυχτώσει. Κάθισαν και οι τρεις στον πάγκο και η Νοέμι, ήρεμη και ψυχρή, ξαναδιάβασε με δυνατή φωνή το χαρτί.
Κι όταν είχε πια νυχτώσει, εγύριζε κ' η Χλόη το κοπάδι της μαζεύοντάς το με το σκοπό του σουραυλιού· τα γίδια πηγαίνανε μαζί με τα πρόβατα κι ο Δάφνης επερπατούσε πλάι στη Χλόη κ' έτσι εχόρτασαν ο ένας τον άλλο ίσαμε τη νύχτα κ' εσυμφωνήσανε να βγάλουν την άλλη μέρα γληγορότερα τα κοπάδια στη βοσκή· κ' έτσι εκάμανε.
Και πάντα σύμφωνοι. — Έτσι που λες, — Έτσι βέβαια. Αμ' πώς; Είχε νυχτώσει. Οι παρέες σιγά-σιγά αδειάσανε το μαγαζί. Πηγαίνανε και «παρακάτω», να δοκιμάσουνε κι' άλλα κρασιά. «Οι νέοι μουδιάζουνε γλήγορα στον ίδιον τόπο. Θέλουνε κούνημα... Ο γέρος, άμα καθήση, κάθησε», έλεγε ο Καπετάν Βαγγέλης. «Ως που να καθήση, και να μη σηκωθή», επρόσθετε ο Μπαρμπα-Δημητρός. — Έτσι δεν είνε; Πώς;
Μα τάλλα δυο; τάλλα δυο; Το κερί του παιδιού! και του Νίκου! Έφυγε σαν τρελλή χωρίς να γυρίση να κυττάξη πίσω. . . Είχε νυχτώσει πια: τάστρα έλαμπαν κρύα στον ουρανό. Έτρεξε σπίτι. Μέσα της τόξερε τώρα πως το παιδί της θα πέθαινε, πως θα της τόπαιρνε η Βεργινία, αφού ήτανε δικό της εκείνης και τόχε γεννημένο η ψυχή της- Μπαίνοντας στην κάμαρη ηύρε κόσμο και φως από αγιοκέρια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν