United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά τον έβλεπε μονάχα με την άκρη του ματιού της, κοιμισμένον τόσο ήσυχα κι ευτυχισμένα. Γιατί να ταράξη την γαλήνη του, τον ύπνο του; Θα την έπαιρνε για παιδί, για φοβιτσάρα, και θα γελούσε. Όχι. Τόρα θ' απλώση το χέρι της και έτσι μ' ένα κούνημα θα διώξη μακριά της όλη αυτή τη φρίκη, και θα σβυστούν όλα, όλα τότε απ' εμπρός της.

Λοιπόν, ως καθώς σου λέγω, ευθύς οπού εγεύθηκε την αψιθιάντην ρό- γαν του βυζιού μου, και είδε την πίκραν, — ω! πώς εθύμωσε το ανοητάκι μου, και τα έβαλε με το βυζί μου. — Κ' εκεί, δος του ο περιστεριώνας κούνημα! Δεν είχα χρείαν να μου ειπή κανείς να το ξεκόψω από τον τοί- χον. Και από τότε επέρασαν ένδεκα χρόνια· διότι έστεκετα πόδια της τότε. Ναι, μα τον Σταυρόν!

Πώς κι από πού μπορούμε αδιάκοπα κ' αιώνια να δημιουργούμε με τέτοιο τρόπο; Πού βρίσκουμε τη δύναμη να φτειάνουμε κάθε μέρα πλάσματα νέα; Γιατί αλλάζουμε μερικούς τύπους, και γιατί άλλοι πάλε χρόνια περνούν και δεν αλλάζουν; Πώς ξαπλώνεται λίγο λίγο, πώς από μέσα από τα χωριά βγαίνει μια γλώσσα και καταντά γλώσσα κοινή; Πώς χάνεται μια γλώσσα και πώς αρχίζει μια άλλη να διαδίδεται και να μιλιέται; Πώς κάθε κούνημα των οργάνων, πώς κάθε λογισμός του μυαλού μπορεί να φέρη μια καινούρια αλλαγή; Μελέτη κ' ιστορία μιας γλώσσας άλλο δεν είναι παρά σπουδή κ' ιστορία της αθρώπινης ψυχής.

Στο γιαλό οι σωροί των γυναικών τόρα, ένας κύκλος μεγάλος, σωριασμένες εκεί στην ακροθαλασσιά, χωρίς αναπνοή, χωρίς ένα κούνημα, μαρμαρωμένος, άπλονε βουβός κι αμίλητος αμέτρητα μαντήλια προς το βαπόρι. Από τα μαύρα πλευρά του βαποριού, που ολοένα χάνουνταν πέρα προς τ' ανοιχτά, άλλα μαντήλια απλόνουνταν και σειώνταν κι άσπριζαν για ύστερο χαιρετισμό.

Γύρισα κάποια ώρα τα μάτια μου προς την απέραντη κάμαρα του σπιτιού. Ξεπεσμένο χωριάτικο μεγαλείο φυσούσε μελαγχολικά εκεί μέσα. Ψηλά το ταβάνι κατάμαυρο, κάτω το πάτωμα, μισοσαπισμένο, χοροπηδούσε στο παραμικρό κούνημα, στα θαμπά ντουβάρια οι αράχνες έπλεκαν ελεύθερες, πυκνές σφαλαγκωδιές.

Και πάντα σύμφωνοι. — Έτσι που λες, — Έτσι βέβαια. Αμ' πώς; Είχε νυχτώσει. Οι παρέες σιγά-σιγά αδειάσανε το μαγαζί. Πηγαίνανε και «παρακάτω», να δοκιμάσουνε κι' άλλα κρασιά. «Οι νέοι μουδιάζουνε γλήγορα στον ίδιον τόπο. Θέλουνε κούνημα... Ο γέρος, άμα καθήση, κάθησε», έλεγε ο Καπετάν Βαγγέλης. «Ως που να καθήση, και να μη σηκωθή», επρόσθετε ο Μπαρμπα-Δημητρός. — Έτσι δεν είνε; Πώς;

Τα γαλιά θα εύρισκον και εκεί τροφήν όπως και αλλού, ώστε απεφάσισε να τον περιμείνη. — Δεν κάνω κούνημα ώστε νάρθη· εσκέφθη. Αίφνης γλουγλουκισμός θορυβώδης διέκοψε τας σκέψεις της.