United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε γυρίζει ο Κωνσταντής με δάκρυα και της λέγει: — Πάρε κλωστές ολάργυρες, χρυσές και μεταξένιες, Που νάχουν τόσα χρώματα, όσα έχουν τα λουλούδια Των λειβαδιών την άνοιξη, το Μάη, το καλοκαίρι, Ασπροκαθάριες, κίτρινες, σταχτιές, γαλάζιες, μαύρες, Ασπρόμαυρες, κεραμιδιές, μουντές, κροκιές, γεράνιες, Άλικες, βαθυκόκκινες, τριανταφυλλιές, κρασάτες, Πράσινες, μαυροπράσινες, καφιές και καστανάτες, Κι’ ολόγυρα στον ξακουστό και θείον Παρθενώνα Κέντα μια Ελλάδα απέραντη, πανένδοξη, μεγάλη.... Ελλάδα του Θεμιστοκλή, Ελλάδα του Αλεξάντρου, Που να ξαπλώνεται βαρυά σ’ Ανατολή και Δύση.... Κι’ ανάμεσα απ’ Ανατολή κι’ ανάμεσα από Δύση.

Μ' εμεθύσανε . . . τάχασα . . . ξέρω γω ίντα κάνουνε; Να ο 'γούμενος, μα το θεό εγώ δεν ειξέρω, δε φταίω, εγώ δεν ήθελα . . . εγώ . . . Και κάμνοντας για να φύγη, ξαπλώνεται μακρός πλατύς στο πάτωμα. Ο Δήμαρχος εστράφηκε τότε στο 'γούμενο και του έκαμε παρατήρησες και παράπονα.

Τέλος πρώτος ο Δημήτρης ο Σκοπελίτης, αξιώτερος και πλέον χεροδύναμος της συντροφιάς, δίνει ένα φάσκελο της τρόμπας και βρίζοντάς την, τρέχει και ξαπλώνεται τ' ανάσκελα στο κατάστρωμα. — Μωρέ, σκυλί! του φωνάζει ο καπετάν Μπισμάνης, — τι κάνεις; — Δεν μπορώ πια. — Μωρέ θα χαθούμε! εδώ έχουμε τσ' ελπίδες μας. — Ας χαθούμε· έτσι κ' έτσι θα μας φάη που θα μας φάη το κύμα· κάλλιο μια ώρ' αρχήτερα.

Καθίζει στο γραφείο, κι αμέσως γεννάει το κοντύλι του προσταγές, νόμους, σονέττα, δράματα, ιστορίες, παραμύθια. Είδος μηχανή που βγάζει σουζούκια. Μια και δοθή αφορμή στη μηχανή να γυρίση, κ' έρχεται η &Δόξα&, η θεά που τραβάει κατόπι της όλο αυτό το κοπάδι, φορτωμένη δάφνες και μεγαλεία. Μη βλέπης που πηγαίνει στο σπίτι του και ξαπλώνεται πεινασμένος.

Και τι δεν κάνει ο άνθρωπος και τι δεν κατορθώνει! Για κύτταξε τον Άδωνι το μυριαγαπημένο, που πεθαμμένος και νεκρός στον Άδην αγαπιέται, κύτταξε πώς ξαπλώνεται σ' έν' αργυρό κρεββάτι μέσα στην πρώτη νιότη του, στο πρώτο χνούδωμά του. ΕΤΕΡΟΣ ΞΕΝΟΣ Εσείς πια δεν θα πάψετε, μωρόλογες τρυγόνες, που με παπίσια προφορά πλαταίνετε τα λόγια;

Έτσι οι συντρόφοι κάθισαν το Σαρπηδό από κάτου απ' τη χαριτωμένη οξά του βροντορήχτη Δία· κι' ένας του βλάμης γκαρδιακός, ο δυνατός Πελάγος, του τράβηξε όξω απ' το μερί το φράξινο κοντάρι. 695 Κι' ο δύστυχος λιγοθυμάει, και γύρω μια μαβρίλα στα μάτια του ξαπλώνεται. Μα πάλι ψυχοπιάνει, και του βοριά το δρόσισμα, π' ολόγυρα φυσούσε, τα στήθια του ζωντάνεβε τα βαριολιγωμένα.

Από τον καιρό ακόμα που ο Σβεν είτανε τόσο μικρός ώστε μόλις μπορούσε και κουνιότανε, έγινε στενός φίλος του σκύλου κ' είχε το δικαίωμα να τον κάνη όπως θέλει: να τον τραβά από ταυτιά, να του μαδά την ουρά, να ξαπλώνεται απάνω του και να τον κρατά στις κοπιαστικότερες θέσες.

Πώς κι από πού μπορούμε αδιάκοπα κ' αιώνια να δημιουργούμε με τέτοιο τρόπο; Πού βρίσκουμε τη δύναμη να φτειάνουμε κάθε μέρα πλάσματα νέα; Γιατί αλλάζουμε μερικούς τύπους, και γιατί άλλοι πάλε χρόνια περνούν και δεν αλλάζουν; Πώς ξαπλώνεται λίγο λίγο, πώς από μέσα από τα χωριά βγαίνει μια γλώσσα και καταντά γλώσσα κοινή; Πώς χάνεται μια γλώσσα και πώς αρχίζει μια άλλη να διαδίδεται και να μιλιέται; Πώς κάθε κούνημα των οργάνων, πώς κάθε λογισμός του μυαλού μπορεί να φέρη μια καινούρια αλλαγή; Μελέτη κ' ιστορία μιας γλώσσας άλλο δεν είναι παρά σπουδή κ' ιστορία της αθρώπινης ψυχής.

Δεν είν' το δάσος πούξερε, το δάσος το δικό του. Καββάλλα πάλι ρίχνεται, πάλι χτυπάει το μαύρο, Κι' όσο απ' το δάσος να ξεβγή, να βρη το μονοπάτι, Πήρε το γλυκοχάραγμα, κ' εξέπεσε η χιονούρα. Άγνωστος τόπος άξαφνα ξαπλώνεται μπροστά του, Βουνά με δάση, ποταμιαίς βαθειαίς και 'λίγος κάμπος. Άσπρο το χιόνι εσκέπαζεν όλον αυτόν τον τόπο, Κι' ανάμεσ' απ' ταις ποταμιαίς, απ' τα βουνά, απ' τον κάμπο.

Κι απ' όλα το χερώτερο, που οι Ρωμαίοι, που τόσους χρόνους αψηφούσαν τη νέα θρησκεία και την άφιναν απείραγη, βλέποντας άξαφνα τέτοια δύναμη να ξαπλώνεται σε Ασία κ' Ευρώπη, τέτοιον κύκλο μέσα στον κύκλο τους, δεν μπορούσαν πια να κάθουνται και να τη βλέπουν αδιάφορα τη Χριστιανική την πλημμύρα.