United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η φωνή της γριάς της φαινόταν να είναι η ηχώ από το δικό της παρελθόν. «Και ο ντον Τζάμε, κυρά μου; Ήταν η ψυχή του πανηγυριού. Όλο φώναζε, έμοιαζε με θύελλα, αλλά κατά βάθος ήταν καλός. Το ουράνιο τόξο έρχεται πάντα μετά την καταιγίδα.

Ήτον ο γιδάρης του μοναστηριού, που τραγουδώντας κατέβαινε να ιδή τι να γίνωνται τα βακούφικα, πούχαν μείνει την ημέρα κείνη για χάρι του πανηγυριού με τα μικρό κοπέλλι του και με τα δυο σκυλιά.

Ητον ο γιδάρης του μοναστηριού, που τραγουδώντας κατέβαινε να ιδή τι να γίνωνται τα βακούφικα, πούχαν μείνει την ημέρα κείνη για χάρι του πανηγυριού με το μικρό κοπέλλι του και με δυο σκυλιά.

Οι γυναίκες χόρευαν και ανάμεσά τους η Γκριζέντα με το πρόσωπο ξαναμμένο γελούσε σαν να ήταν η τρελή του πανηγυριού και ο Έφις ψιθύρισε αγγίζοντας το γόνατο του Τζατσίντο: «Αφεντικό… λέω… κοίταξε εκείνο το κορίτσι… Είναι καλό, αλλά φτωχό και έπειτα είναι και ορφανό….» «Θα την παντρευτώ», είπε ο Τζατσίντο, αλλά κοίταζε καταγής και έμοιαζε να ονειρεύεται. Κεφάλαιο έκτο

Και γι' αυτό ίσως θα ήθελα περισσότερα, για να χορτάσω την ομορφιά τους. ― Τι δύναμη βρίσκεται μέσα στην ξαφνική εμφάνιση του Αποκρισάρη του Βασιλιά, τι δύναμη μέσα στα λόγια του ξεχωριστού Γύφτου έπειτα, και τι δύναμη στο άμυαλο, πολύβοο ξανάρχισμα του πανηγυριού, μόλις απόσωσαν τα λόγια τους ο μαντάτορας του Βασιλιά κι ο αντίλογος του Γύφτου! Τι δύναμη και τι ομορφιά!

Την αυγή από βαθύν όρθρο, ως που να βγη ο ήλιος, λειτούργησεν η εκκλησιά, όπου μ' όλο το νυχτερό γλέντι παρευρέθηκαν ολόρθοι οι πανηγυριστάδες. Κι' όταν πρωτόρριχνε ο ήλιος τες αχτίδες του κατά την πεδιάδα από τα ψηλά κορφοβούνια του Πίνδου κ' η εκκλησιά απολειτούργησε, όλος ο κόσμος εκείνος ο αμέτρητος του πανηγυριού χύθηκε στες ράχες του βουνού απάνω, ανάμεσα στα χαλάσματα.

Ο Τζατσίντο έσπαζε τα καρύδια με τα δυνατά του χέρια και έστηνε το αυτί στα κουδουνίσματα των κοπαδιών που περνούσαν πίσω από το σπίτι. Είχε σχεδόν νυχτώσει. Το Βουνό σκοτείνιασε και εκεί, μέσα στο υγρό δωμάτιο με τους πράσινους από την υγρασία τοίχους, ήταν σαν να βρισκόταν κανείς μέσα σε σπηλιά, μακριά από τον κόσμο. Η περιγραφή του πανηγυριού που έκανε η Νοέμι τον εντυπωσίαζε.

Την αυγή από βαθύν όρθρο, ως που να βγη ο ήλιος, λειτούργησεν η εκκλησιά, όπου μ' όλο το νυχτερινό γλέντι παρευρέθηκαν ολόρθοι οι πανηγυριστάδες. Κι όταν πρωτόρριχνε ο ήλιος τες αχτίδες του κατά την πεδιάδα από τα ψηλά κορφοβούνια του Πίνδου κ' η εκκλησιά απολειτούργησε, όλος ο κόσμος εκείνος ο αμέτρητος του πανηγυριού χύθηκε στες ράχες του βουνού απάνω, ανάμεσα στα χαλάσματα.

Τ' απομεινάρια των ειδωλολάτριδων Ελλήνων, οπού με τόση μανία και μίσος τα κατάτρεχαν και τα χαλνούσαν οι πρώτοι χριστιανοί, οι σημερινοί χωρικοί μας τα θωρούν άγια, γιομάτα γιατριά και δύναμη φυλαχτική. Δε μείναμε ως το τέλος του πανηγυριού.

Τ' απομεινάρια των ειδωλολάτριδων Ελλήνων, οπού με τόση μανία και μίσος κατάτρεχαν και τα χαλνούσαν οι πρώτοι χριστιανοί, οι σημερινοί χωρικοί μας τα θωρούν άγια, γιομάτα γιατριά και δύναμη φυλαχτική. Δε μείναμε ως το τέλος του πανηγυριού.