United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η χωρική γραία εστάθη και την εκύτταξε. Τώρα μόνον εφάνη να εξύπνησεν εντελώς, και αναγνωρίσασα αυτήν·Πού βρέθηκες εδώ; είπε. — Μην ερωτάς, είπεν η Γιαννού. Είχα νυχτώσειέν άλλο καλύβι, μα δεν είχα ύπνο. Σα θυμήθηκα το κοφίνι μου, ήρθα. Πώς είστε; Τι κάν' η λεχώνα; — Τι να κάμη; Τα ίδια . . . Μα δε μου λες, είπε μετά τινα δισταγμόν η γραία· γιατί σ' εγύρευαν κείν' οι ταχτικοί;

Δι' άλλου διστίχου απήντησε πάλιν η γραία· και αφηρέθη θεωρούσα τα φοβερά κύματα, τα οποία κατ' εκείνην την στιγμήν εθραύοντο τοσούτον οργίλως επί της εν μέσω του λιμένος ξηράς νησίδος, ως να ήθελον να εκριζώσωσιν αυτήν. — Δεν μου λες, θεια Σπύραινα, ηρώτησεν ο ναύτης, με ποιον είνε ο Γεωργάκης; — Με τον καπετάν Κωνσταντή πλειο! τον περιμένουμε απ' τη Σαλονίκη. Πήγαν αλάτι απ' ταις Φώκαις.

Επλησίασεν αυτός προς την γραίαν και την ερωτά, αν οι σκλάβες ήτον διά πούλημα. Ναι, είπεν η γραία· μα ετούτες, με όλον που είναι εύμορφες, δεν είναι διά λόγου σου αλλ' επειδή σε βλέπω πως είσαι ένας ευγενής άνθρωπος, επιθυμώ να σε κάμω να διαλέξης, την πλέον ωραίαν που να σου αρέση, από άλλες που έχω εις το σπήτι μου, και αν θέλης έλα κοντά μου διά να τις ιδής.

Πώς να πάη! . . . είπεν αυστηρώς η γραία· ησύχασε τώρα, και συ! . . . Τι θα κάμη! . . . δεν θα βήξη; — Πώς το βλέπεις, μάνα; — Πώς να το ιδώ; . . . Μωρό παιδί είναι . . . να, που ήρθε στον κόσμο κι' αυτό! επρόσθεσε με στρυφνόν και αλλόκοτον ήθος η γραία. Και μετ' ολίγον η λεχώνα απεκοιμήθη ησυχώτερα. Η γραία μόλις έκλεισεν ολίγον τα όμματα την ώραν του όρθρου, μετά το τρίτον λάλημα του πετεινού.

Ανθίστατο κατ' αρχάς και ηρνείτο υπό μυρίας προφάσεις η αγαθή γραία· αλλά τι την ωφέλουν προφάσεις και αρνήσεις; Ο ικετευτικός κλαυθμηρισμός εκορυφούτο, αι θωπείαι και τα φιλήματα περιέλουον τας λαγαράς της παρειάς, και εις το νωδόν της στόμα ανέτελλε τέλος το μειδίαμα της υποχωρήσεως. Πώς εκροτάλιζον τότε αι μικραί μου χείρες!

Τι θέλεις, σταυρομάνα, για να μας ακούσουν κι' άλλοι; — Αυτό, πουλάκι μ', δεν είνε πράμμα που να κρυφτή, μαθές, είπεν η γραία· ο παπάς που θάρθη δεν θα το κοινολογήση; έχεις ψαλίδι για να κόψης της γλώσσες όλων των κοριτσιών; Η Ευανθία έσεισε τους ώμους.

Ήθελα, γυιε μου, να σε μάθω και λίγα γράμματα, είπεν εις αυτόν η καλή γραία· αλλ' ας τ' αφήσωμ' αυτά για παραπέρα. Τώρα πρέπει να πιάσης απάνω σου λίγο κρέας, για να μη μου . . . Δεν κατώρθωσε να περάνη την φράσιν της· την έπνιξαν οι λυγμοί, και απεχαιρέτισε τον ανεψιόν, σπογγίζουσα τους καταπεπονημένους εκ των δακρύων οφθαλμούς της.