United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μας απεχαιρέτων δε και οι δύο, ότε ο Κ. Μελέτης αποτεινόμενος προς τον ανεψιόν του: — Αφού, είπεν, οι κύριοι θέλουν και καλά να φύγουν απόψε, προς τι να λάβη τον κόπον ο Κύριος Μαιμάς να επιστρέψη και πάλιν εις το Κάστρον; Το απλούστερον είναι να καταβήτε απ' ευθείας εις την Σκάλαν, όπου ερχόμεθα και ημείς προς συνάντησίν σας.

Ευτυχώς διά τα ελληνικά γράμματα, ο Δημήτριος Ροδοκανάκης, ο μετέπειτα αντιπρόσωπος της Βραΐλας εν τη Εθνοσυνελεύσει, ήτο ανήρ μορφωμένος και φιλοπρόοδος. Διεξελθών δ' ολίγας σελίδας του χειρογράφου, εκάλεσε τον ανεψιόν του και αντί επιτιμήσεως τού έδωκε την συμβουλήν να τυπώση το έργον του.

Ούτος εδίδαξεν εις τον μικρόν ανεψιόν του το αλφάβητον διά των ερυθρών ψηφίων του Ωρολογίου, βραδύτερον δε την ανάγνωσιν διά της Οκτωήχου.

Επηρεάζετο τότε από την πραείαν ψυχήν, από το μυστηριώδες Χερουβίμ. Τον είχε περιποιημένον και καλοενδεδυμένον τον μικροκαμωμένον άνδρα της. Τι μόνον ήθελε; Να της κουβαλή κλάρες ακαταπαύστως. Διά τούτο είχον και οι δύο εμπιστοσύνην αναμεταξύ των τουλάχιστον το επίστευεν η Μιλάχρω. Ούτως η Θεια-Σταματίτσα απήλθεν άπρακτος. — Πιστεύεις, παιδί μ'; είπεν εις τον ανεψιόν της τον Στεφανάκην.

Προχθές όμως έμαθα από τον ανεψιόν μου επιστρέψαντα από τας Αθήνας, όπου σπουδάζει την νομικήν, και τα ονόματα μερικών αρθρογράφων, τα οποία με εβοήθησαν εις την λύσιν του αινίγματος. Οι κριτικοί ούτοι, δύνανται, να διαιρεθώσιν εις δύο τάξεις, εις σκανδαλισθέντας δηλ., και μη σκανδαλισθέντας.

Ούτως ο Γεώργης κατώκησεν επί τινα χρόνον μετά της αγαθής του θείας, ήτις περισυναγαγούσα την πενιχράν κληρονομίαν του παιδός, όσην απετέλεσεν η πώλησις των οικιακών σκευών, ενός καχεκτικού ιππαρίου και ενός χωλού όνου, ήλθεν εις τας Αθήνας, να κυττάξη, ως έλεγε, τον ανεψιόν της.

Είτα, όταν κατά τα τελευταία έτη, ως συνταξιούχος απεσύρθη εις τον τόπον τον, την υπάνδρευσε μ' ένα ανεψιόν του, και της έδωκεν ως προίκα το μικρόν αυτό κολλητόν σπιτάκι, εις το ισόγειον του οποίου ευρίσκετο τώρα η Φραγκογιαννού, ικανά αγροτικά κτήματα, και ολίγα μετρητά, υποσχεθείς να της αφήσει ως κληρονομίαν και την κυρίως οικίαν, και ότι άλλο ήθελεν ευρεθή παρ' αυτώ μετά θάνατον.

Μόλις αυτός εισήλθε, και πάραυτα εισώρμησα μέχρι του κυλικείου, όπου απέθετε τον δίσκον με τα ποτά. — Θα πας σίγουρα, Κωσταντή; . . . Πώς σου ήρθε . . . έχεις συντροφιά; — Έχω, αν δεν με γελάση. — Ποιον; — Τον Αργύρη τον Τσαλαβούτη. Έτρεξα έξω. Επήγα εις έν υποδηματοποιείον δύο ή τρεις πόρτες παρέκει, διά να εύρω τον μικρόν ανεψιόν μου τον Διαμάντην, εργαζόμενον ως κάλφαν εις την τέχνην αυτήν.

Και εξηγήσας εις τον Σπύρον όλα πάλιν εκ νέου, τακ-τακ, έλαβε πάλιν τον ξύλινον πόδα του και τα δύο ξύλινα ραβδία του και απήλθεν ειπών προς τον ανεψιόν του: — Πάρε τώρα μια ροκάνα και γύριζε.

Ήθελα, γυιε μου, να σε μάθω και λίγα γράμματα, είπεν εις αυτόν η καλή γραία· αλλ' ας τ' αφήσωμ' αυτά για παραπέρα. Τώρα πρέπει να πιάσης απάνω σου λίγο κρέας, για να μη μου . . . Δεν κατώρθωσε να περάνη την φράσιν της· την έπνιξαν οι λυγμοί, και απεχαιρέτισε τον ανεψιόν, σπογγίζουσα τους καταπεπονημένους εκ των δακρύων οφθαλμούς της.