United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλοτε πάλιν η γρηά Σπύραινα εκ της πολλής αυτής αφαιρέσεως επάτει μέσα εις το κατάλευκον κατώφλιον οικίας τινός, το οποίον μόλις προ μικρού είχε λευκανθή διά της ασβέστου, επισύρουσα κατά της κεφαλής της, και των ποδών της, η πτωχή χιλίας-δυο βλασφημίας, αίτινες εις τοιαύτας περιστάσεις ως βρωμεραί μυίαι περιίπτανται περί την πολίχνην. Αλλ' η γραία ουδέ ήκουεν. Έβλεπε μόνον.

Τι έπαθε θα 'πω αυτηνιδά; Επανελάμβανον αι γραίαι, βλέπουσαι την γρηά Σπύραινα να πηγαινοέρχεται ασθμαίνουσακατώκει έξω προς τα Αλώνια, — εις τας εσχατιάς της κώμης. Ενίοτε προσέκοπτεν επί εργάτου, όστις φορτωμένος την φοβεράν εκείνην κλίμακα, αφού επεράτωσε την επισκευήν στέγης τινός, μετέβαινεν εις άλλην οικίαν προς τον αυτόν σκοπόν.

Ηγάπα η καλή γραία ν' απαντά διά διστίχων, δι' ων συνεχώς ηύφραινε την καρδίαν της, μυρόνουσα ούτω την ανάμνησιν του απόντος υιού της. — Τον Γεωργάκη περιμένεις, θεια Σπύραινα; — «Ανάθεμα όπερ μαραγκούς που φτιάνουν τα καράβια και παν και ξενητεύοννται τ' ώμορφα παλληκάρια».

Εστρέφετο δε ν' απέλθη, ότε εσταμάτησεν αυτήν νεαρός ναύτης, κατερχόμενος εις την αγοράν, κατάκλειστος εις την γούναν του, τον ρωσσικόν κούκον του και τα βαρύτατα ως σιδηροπέδας υποδήματά του. — Τ' είνε θεια Σπύραινα! εχαιρέτισεν ο ναύτης. — Τι νάνε, παιδί μου! «Επόνεσαν τα μάτια μου την θάλασσα να βλέπω τους γεμιτζήδες να ρωτώ και σένα ν' απαντέχω».

Δι' άλλου διστίχου απήντησε πάλιν η γραία· και αφηρέθη θεωρούσα τα φοβερά κύματα, τα οποία κατ' εκείνην την στιγμήν εθραύοντο τοσούτον οργίλως επί της εν μέσω του λιμένος ξηράς νησίδος, ως να ήθελον να εκριζώσωσιν αυτήν. — Δεν μου λες, θεια Σπύραινα, ηρώτησεν ο ναύτης, με ποιον είνε ο Γεωργάκης; — Με τον καπετάν Κωνσταντή πλειο! τον περιμένουμε απ' τη Σαλονίκη. Πήγαν αλάτι απ' ταις Φώκαις.

— «Ούτε πουλί πετάμενοΗκούσθη και πάλιν μονολογούσα η γρηά- Σπύραινα επί του Βράχου. «Παλάβωσεν ο παλαβοβοριάς». Κ' έβλεπε προς το μυκώμενον πέλαγος, περισυνάγουσα το μαύρον ιμάτιον διά των χειρών της και την κατάμαυρον μανδήλαν της, ης αι άκραι επιμόνως παριηρπάζοντο.

Τούφιι του τυΐ, μανού, η κουούνα; έλεγεν ο έτερος, ιστάμενος εκ του άλλου μέρους και υπονοών την αστείαν παράδοσιν, ότε μετά τας απόκρεω η κορώνη αφαιρεί τον τυρόν από της οικίας καθ' όλην την τεσσαρακοστήν, και φέρει τούτον πάλιν κατά την ημέραν του Πάσχα. Ταύτα διηγείτο πολλάκις η γραία, ανατρέφουσα τους μικρούς της εγγόνους. Αλλ' ήδη η θεια Σπύραινα τώρα δεν ωμίλει.