United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αγνοώ ολότελα το πράμα, για το οποίο μου μιλάτε· είμαι της γνώμης, πως γενικά όσοι ανακατεύονται στα πολιτικά χάνονται καμιά φορά άθλια και πως το αξίζουν. Αλλά δε ρωτώ ποτές να μάθω τι κάνουνε στην Κωσταντινούπολη. Αρκιέμαι να στέλνω εκεί να πουλώ τους καρπούς του περιβολιού μου.

Πουθενά δε φάνηκε. — Μην είδατε πουθενά τον Κυρ-Νικολάκη; ρωτώ. Οι βαρκάρηδες κ' οι αγωγιάτες σκάσανε στα γέλια. — Τον Κυρ-Νικολάκη! Τώρα κι' άλλη μια φορά. Πάει δουλειά του... — Πέθανε; — Όχι ακόμα. Μα τον χάσαμε. — Πού πάει; — Λένε πως πάει στο Άγιο Όρος! μου λέει ένας βαρκάρης. — Κατά διαβόλου, πες καλύτερα! πετάγεται και μου λέει ένας αγωγιάτης. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι τρέχει.

Σ' όλο το βιβλιαράκι αναφέρνεται η Ελλάδα ως διδόμενο ως βάση ασάλευτη. Μα ποιος λέει πως είναι η Ελλάδα πραγματικότητα; Μη φοβάστε, δε με ταράζουνε βυζαντινά όνειρα, δεν έχω στο νου μου τη Μεγάλη Ιδέα. Έκαμε τη δουλειά κι αυτή για μιαν ώρα, και την ώρα εκείνη είτανε πραγματικότητα. Αλλά ρωτώ τον κ. Σκληρό τι θα έλεγε αν βρίσκουνταν αυτός σε κάτι περίστασες που βρέθηκα εγώ έξαφνα.

Κι όλοι γύρω γελούν σα διαβαίνω και με σπρώχνουν παντού όπου ρωτώ, με θωρούνε γυμνό, πεινασμένο, ξένο, αλήτη με λεν, περιττό. Και βρισμένος, διωγμένος, πιο πέρα λαχταρώντας το τρέχω ολημέρα. Και η ψυχή πάντα μέσα μου λιώνει, άλλο πια δε βαστά το κορμί να γυρεύη όπου φτάνει όπου σώνει το ψωμί, το γλυκό το ψωμί. Αχ, ως ήρθα απ τη γη θα περάσω τον καημό του χωρίς να χορτάσω.

Πατούνε σπίτια και πύργους, σκοτώνουνε χριστιανούς, κλέβουν τα παιδιά τους, και τα παίρνουνε στην Ανατολή και τα τουρκέβουν. Σαν πέτρες έπεφταν αυτά τα λόγια στο μικρό μου κεφάλι. Ξεχνώ την ιστορία της Λενιώς, κι αρχίζω και ρωτώ χίλια άλλα πράματα.

Όχι, δε χάνετ' η Τουρκιά. — Εδώμαι, και σ' ακούω. — Ποιος είσ' εγώ δεν το ρωτώ. Για με τα ονόματά σας θα να σβυστούν όλα με μιας κ' είναι καιρός χαμένος Εμείς να τα μαθαίνωμε. Θέλεις να προσκυνήσης Και να δεχτής την πίστη μου; — Κιοσέπασα δε θέλω. — Θα να σε ψήσω ζωντανόν. — Εμείς οι παληοκλέφταις Έχομε σάρκα κάκοψη. — Χαλήλμπεη!.. δικός σου. » Με χίλια μύρια βότανα. » σ. 219

ΧΟΡΟΣ Ναι° τον εγνώρισα καλά, δεν σου τ’ αρνούμαι° σκλάβος απ’ τους πιστότερους του άνακτος ήτον. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Εσένα τον Κορίνθιον ρωτώ: είνε τούτος αυτός που λέγεις; ΑΓΓΕΛΟΣ Ολόκληρος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Γέροντα, εμένα κύταζε και ν’ απαντήσης σ’ ό, τι ρωτώ. Του βασιλέως ήσουνα δούλος; ΘΕΡΑΠΩΝ Ήμουνα και γεννήθηκα στ’ αρχοντικό του. Δεν μ’ αγοράσαν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιο έργον είχες; Τι έκαμνες στο σπιτικό του;

Να ζη κάνεις ή να μη ζη; ο Σαίξπηρ ερωτά· λοιπόν to be or not to be; κι' εγώ τον ερωτώ· δεν μου αρέσει τίποτε κι' από τα δυο αυτά, κακό ψυχρό μου φαίνεται κι' εκείνο και αυτό. Είναι, μη είναι; σας 'ρωτώ . . . ήγουν εν άλλοις λόγοις, να ομιλής, να μη 'μιλής; να τρώγης, να μην τρώγης;

Και φθάνοντας εκεί ο Απόλλων με διώχνει, ανάξιος λέγοντας τάχα πως είμαι απάντησι σε όσα ρωτώ, καμμιά να λάβω. Άλλα όμως φοβερώτερα μάντεψε ο Φοίβος. Πως τάχα με τη μάνα μου το αίμα θα σμίξω και γενεάν αισχρότατη στο φως θα φέρω, και του πατρός μου πως φονιάς μέλλω να γείνω.

Έλεγες και γυρίζαμε από γιουρούσι σαν ανεβαίναμε.....Εκεί, κάτω από τη μεγάλη την καρυδιά, σιμά στη βρύση, εκεί πηγαίνω ακόμα και καθίζω κάποτες και ρωτώ τις πέτρες και τα δέντρα αν το θυμούνται το φαγοπότι εκείνο!.... Ποιος δεν τραγούδησε εκείνη τη βραδινή!.... Πήγε να βασιλέψη η Πούλια, κι ακόμα γλέντιζαν κοπέλλες, αγόρια, κι αντρόγυνα.