United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο λεπρός την ικετεύει, σπαράζεται η καρδιά να τον ακούη κανείς. Σέρνεται πίσω της. «Βασίλισσα, αν τολμώ να σας πλησιάζω, μη θυμώνετε. Λυπηθήτε με, το αξίζω!». Αλλά η Βασίλισσα φωνάζει τους βαλέδες: «Διώχτε από δω αυτόν το λεπριάρη!». Οι βαλέδες τον σπρώχνουν, τον χτυπούν. Εκείνος αντιστέκεται και φωνάζει: «Βασίλισσα, λυπηθήτε με!». Τότε η Βασίλισσα έσκασε τα γέλοια.

Τι γυρεύεις από μένα, εσύ; Μήπως έρχομαι εγώ να σε βρω; Όλοι εσείς σ’ εμένα έρχεστε, όταν η πείνα ή το βίτσιο σας σπρώχνουν. Ήρθε ο ντον Τζάμε, ήρθαν οι κόρες του, ήρθε ο εγγονός του. Ήρθες κι εσύ, φονιά! Και όταν έχετε ανάγκη είστε καλοί, μετά όμως γίνεστε άγριοι σαν λυσσασμένοι λύκοι. Φύγε…

Να συνταχθής λοιπόν· είν' έτοιμο το πλοίο, ο άνεμος βοηθός και οι σύντροφοι προσμένουν· όλα σε σπρώχνουν διά να πας εις την Αγγλίαν. ΑΜΛΕΤΟΣ Εις την Αγγλίαν; ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ναι, Αμλέτε. ΑΜΛΕΤΟΣ Καλό πράγμα. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Τωόντι, αν γνωστοί σου ήσαν οι σκοποί μας. ΑΜΛΕΤΟΣ Βλέπω ένα Χερουβίμ, οπού τους βλέπει. — Αλλά εμ- πρός· εις την Αγγλίαν! — Υγίαινε, καλή μητέρα. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ο τρυφερός σου πατέρας, Αμλέτε.

Των παιδιών ταιριάζουν κυνήγια, παιχνίδια, περίπατοι, και να ρίχνουν στο σημάδι και να πηδούν στις τρεις, και να παραβγαίνουν στο τρέξιμο και στο κολύμπι, και να παλεύουν, και να ρίχνουν το λιθάρι, και να καβαλικεύουν άλογα. Άμα τα παιδιά δεν τα κάνουν αυτά μονάχα τους, πρέπει οι γεροντότεροι να τους κεντούν και να τους σπρώχνουν σ' αυτά.

Όταν δε γοργαί πνοαί άνεμου σπρώχνουν τα πλοία, δύο γνώμαι των πηδαλιούχων και πυκνόν πλήθος σοφών δεν αξίζουν όσον ένας άνθρωπος, ολιγώτερον ειδήμων αλλ' απόλυτος κύριος. Έτσι η εξουσία και εις τας οικογενείας και εις τας πόλεις είναι αναγκαία, όταν θέλη κανείς να μην αφήση να του φύγη μία ευκαιρία.

Τα πανιά της πλώρης γεμίζουν και παραφουσκώνουν σαν μάγουλα Τρίτωνος. Το κύμα και ο άνεμος ανίκητα το σπρώχνουν εμπρός στον μοιραίο του δρόμο χωρίς θέλησι, χωρίς δύναμι, χωρίς κυβέρνια. Ο καπετάνιος βλέποντας την αδυναμία του ελύσσαξε. Τον έπιασε το αράπικο. — Δυο κεριά στον Αϊνικόλα· προστάζει ευθύς το ναυτόπουλο.

Η αυτή ιλαρότης εξακολουθεί και εις τον αμέσως ακόλουθον διάλογον με τους δολίους συμμαθητάς του, όπου με ωραίαν φαντασίαν, με πλαστικώτατον τρόπον, τους περιπαίζει διότι ήσαν τόσον ανόητοι, ώστε να πιστεύσουν ότι ημπορούσαν να του ανασπάσουν την καρδίαν του μυστηρίου του . Αλλ' άμα ευρίσκεται μόνος του, η πρόσκαιρος εκείνη φαιδρότης εξαφανίζεται· στυγεροί στοχασμοί, ωσάν μιάσματα της Κολάσεως, πολιορκούν το πνεύμα του και τον σπρώχνουν εις την απάνθρωπον βίαν.

Έτσι πηγαίνοντας ανταμώνουν τους αντιπάλους, καλοκαίρι του 323, και τους σπρώχνουν ως στο Βυζάντιο. Σύγκαιρα ξεκινάει κι ο Κρίσπος από τον Πειραιά, χτυπάει το στόλο του Λικινίου στα Δαρδανέλλια, και παρουσιάζεται στα πρόθυρα του Βυζαντίου. Ο Λικίνιος, στενοχωρημένος από στεριά κι από θάλασσα, σηκώνεται και περνάει αντικρύ, στη Χρυσόπολη.

Ναι, φαίνεται ότι σπρώχνουν την γνώμην τους οι γέροι πέρ' απ' ό,τι πρέπει, καθώς οι νέοι πάλιν πρόβλεψιν δεν έχουν. Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ Σαλπισμοί. Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ και ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ ΒΑΣΙΛΕΑΣ Χαίρετε, ω φίλοι, Ροζενκράς και Γυιλδενστέρνη!

Το σπρώχνουν αποδώ, αποκεί το πληγώνουν. Είνε ξένο στο χωριό· ξένο στη ζωή και στο ξεφάντωμα. Φεύγα! του φωνάζουν κ' οι πέτρες. — Όχι· δε φεύγω! βρυχήθηκε άξαφνα ο Χαγάνος. Έρριξε πέρα το μαρκούτσι και πήδησε ολόρθος· τον έπνιξε το δίκιο κ' η αδυναμία του. Άρχισε βιαστικά να δρασκελάη απ' άκρη σ' άκρη το δωμάτιο. Πάταε κ' έτριζε το πάτωμα, βούλιαζαν τα σανίδια. Τούρχεται σαν τρέλλα.