United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το κοπλιμέντο των πέντε δακτύλων δεν παρεξένευεν ούτε θύμωνε κανένα. — Μωρέ, δυο γυναίκες! Άκουσεν έξαφνα μια φωνή δίπλα του βαθειά από την έκπληξη κι' από το θαυμασμό. Μαζί με τη φωνή γύρισε τα μάτια του. Είδε κάποιο ναύτη να δείχνει στη διεύθυνση της πλώρης. Ήτανε πραγματικά δυο γυναίκες κοντά σ' έναν υπαξιωματικό που τους μιλούσε και κινούσε τα χέρια του.

Και το νερόν όλην την ημέραν μένει ψυχρόν και παγωμένον μέσα εις τα βαρέλια, κατά Ιούλιον μήνα, υπό τας φλεγούσας ακτίνας του ηλίου, από τας οποίας ψήνονται πεταλίδες και πορφύραι και οστρείδια επάνω του μικρού φατνώματος της πλώρης της βάρκας.

Επανάλαβε το τραγούδι τέσσερις πέντε φορές, και νόμισε πως το κεφάλι του άδειασε λίγο πολύ λίγο, όμως, γιατί οι είκοσι χιλιάδες του μάγειρα και τα σαρανταπέντε του χρόνια τον σφίγκανε και τον πιέζανε τόσο ακόμα. Πάνω στο κατάστρωμα της πλώρης οι κληρωτοί πλαίνανε τα ρούχα τους, και πίσω από τις βουνοκορυφές βασίλευεν ο ήλιος και χρύσωνε τα βουνά.

Τα πανιά της πλώρης γεμίζουν και παραφουσκώνουν σαν μάγουλα Τρίτωνος. Το κύμα και ο άνεμος ανίκητα το σπρώχνουν εμπρός στον μοιραίο του δρόμο χωρίς θέλησι, χωρίς δύναμι, χωρίς κυβέρνια. Ο καπετάνιος βλέποντας την αδυναμία του ελύσσαξε. Τον έπιασε το αράπικο. — Δυο κεριά στον Αϊνικόλα· προστάζει ευθύς το ναυτόπουλο.

Ύστερα μετρούσε τα πιο ασήμαντα μικροπράγματα του καραβιού. Ορίστε η μεγάλη καμπυλωτή μπίγα, είχε τριανταπέντε σκαλάκια. Η άκατος είχεν εικοσιεννιά στραβόξυλα από το κοράκι της πλώρης ίσαμε το ποδόσταμο της πρύμης. Οι πάγκοι της ήταν έξη, οι σκαρμοί της μόνον εννιά, γιατί ο δέκατος είχε φύγει.

την αγοράν επήγαιναν και ακολουθούσε πλήθος άπειρον εσηκωθήκαν πολλοί και λαμπροί νέοι• 110 ο Ακρόναος, ο Ωκύαλος, πετάχθη, ο Ελατρέας, ο Ναυτηάς, ο Αγχίαλος, ο Πρύμνης, ο Ερετμέας, ο Αναβησίναος, ο Ποντηάς, ο Θόωνας, ο Πλώρης, ο Αμφίαλος, 'που ο Πολύναος γέννησε ο Τεκτονίδης, ο Ευρύαλος, οπ' ώμοιαζε τον ανδροφόνον Άρη, 115 και ο Ναυβολίδηςτην μορφήν ο πρώτος καιτο σώμα, ύστερ' απ' τον Λαοδάμαντα, της νειότης των Φαιάκων. και οι τρεις σηκώθηκαν υιοί του ασύγκριτου Αλκινόου, ο ισόθεος Κλυτόναος, ο Άλιος, και ο Λαοδάμας. και των ποδιών πρώτ' άρχισαν εκείνοι τον αγώνα• 120 από την στήλη τάνυσαν αντάμα την ορμή τους και οι τρεις, σκόνη σηκώνοντας, ως έσχιζαν το σιάδι. ο ασύγκριτος Κλυτόναοςτα πόδια εφάνη πρώτος• και όσοντο νειάμα διάστημα οργόνουν δυο μουλάρια, οπίσω εκείνους άφησε, κ' έφθασεν εις τα πλήθη. 125 εις το βαρύ το πάλαισμα κατόπι αγωνισθήκαν και νικητής ο Ευρύαλος εβγήκε των ανδρείων. ο Αμφίαλοςτο πήδημα καθ' άλλον υπερέβη. ο Ελατρηάςτο δίσκευμα• και εις την γρονθομαχία ο Λαοδάμας, αγαθός υιός του Αλκινόου. 130

Εκοιμήθηκεν απάνω στο χρυσοσκάλιστο δοιάκι ο τιμονιέρης· ο σκοπός στο ξάγναντο της πλώρης ψηλά εκοιμήθη κ' εκείνος, τηρώντας πάντα τον ίδιον ορίζοντα εμπρός του. Οι καπετάνοι στα χρυσά και τα βελουδένια φορέματα, νυστάζουν ξαπλωμένοι σε πουπουλένια προσκέφαλα κάτω από την πρασινορρόδινη τέντα της πρύμης, και μόλις ακούνε το λεβέντικο τραγούδι που παίζει το σκλαβάκι με τον ταμπουρά.

Οι σκοποί στην άκρη της πλώρης, έτοιμοι ήσαν να πιαστούν μαλλιά με μαλλιά. Οι ναύτες τρέχαν από πρύμη σε πλώρη μη ξεύροντας τι γυρεύουν, βλαστημώντας χωρίς να ξεύρουν ποιόν και γιατί. Άλλοι εγύρευαν τις βάρκες να ρίξουν στη θάλασσα και για βάρκες έπιαναν τις κουπαστές. Ο Κράπας εγύριζε σαν το άλογο στο αλώνι, σέρνοντας πίσω του μία γούμενα με την ελπίδα πως ήταν το σεντούκι του.