United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε και τ' ασημόκομποτον ώμο έζωσε ξίφος. έδυσ' ο ήλιος κ' έλαβε τα λαμπρά δώρα εκείνος• οι κήρυκες οι θαυμαστοί τα έφερναντου Αλκινόου το δώμα, όπου τα δέχθηκαν οι υιοί του βασιλέα• και αυτοίτο πλάγι απόθοσαν της σεβαστής μητρός τους 420 τα ωραία δώρα• εκίνησεν ο Αλκίνοος τότε ο θείος, κατόπ' οι άλλοι, κ' έφθασαν, και εις τα υψηλά θρονία κάθισαν όλοι• κ' έλεγεν ο Αλκίνοος της Αρήτης• «Γυνή μου, το λαμπρότερο κιβώτιο, 'πώχεις, φέρε, και μέσα βάλε καθαρήν χλαμύδα και χιτώνα. 425 κ' ευθύς νερό μες τον χαλκό θερμάνετε του ξένου, όπως αφού λουσθή και ιδή με τάξι όλα βαλμένα τα δώρα, όσα οι Φαίακες οι άψεγοι του φέραν, χαρή και το τραπέζι μας και της ωδής τον ύμνο. και τούτο τ' εύμορφο χρυσό ποτήρι εγώ του δίνω, 430 να με θυμάται ολοζωής, όταντα μέγαρά του σπονδαίς προσφέρη του Διός και όλων των αθανάτων».

Είπε η γλαυκόφθαλμη θεά, και απ' την τερπνή Σχερία τ' άπατα σχίζει πέλαγα κατά τον Μαραθώνα, και ως φθάν' εις την πλατύδρομη την πόλι της Αθήνας 80του Ερεχθέα τον ναόν εμβαίνει. και ο Οδυσσέας του Αλκίνου εμπρόςτα υπέρλαμπρα δώματα μεριμνούσε κ' εστέκονταν, το χάλκινο κατώφλι πριν πατήση. ότι ως του ηλίου φαίνονταν ή της σελήνης λάμψιτο μέγα δώμα του υψηλούτο φρόνημ' Αλκινόου• 85 ότ' ήσαν τοίχοι ολόχαλκοι πέρ' από το κατώφλι ως μέσα, και τους έζωνε χαλυβικό στεφάνι• το κτίριο το καλόκτιστο χρυσαίς εκλειούσαν θύραις• οι παραστάταις άργυροιτο χάλκινο κατώφλι• τ' ανώφλ' ήταν ολάργυρο, χρυσός ο κρίκος ήταν• 90 χρυσοί 'σαν σκύλοι και αργυροίτο 'να και τ' άλλο πλάγι• τους έπλασεν ο Ήφαιστος με την σοφή του γνώσι, 'ς το λαμπρό δώμα του υψηλούτο φρόνημ' Αλκινόου φύλακες να ήναι αθάνατοι και αγέραοιτον αιώνα.

Τούτα εύχετ' ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας• την κόρη ωστόσον έπαιρναντην πόλι τα μουλάρια. και ότ' έφθασετα υπέρλαμπρα παλάτια του πατρός τηςτα πρόθυρα τα εκράτησε, και ολόρθοι ολόγυρά της οι θεϊκοί της αδελφοί τα λύσαν απ' τ' αμάξι, 5 κ' έμπαζαν τα φορέματα•το δώμα της η κόρη εσύρθη και της άναβε φωτιάν η Απειραία γερόντισσα Ευρυμέδουσα θεράπαινα, 'που εφέραν απ' την Απείρην άλλοτε τα ισόπλευρα καράβια, και δώρο τότ' εξαίρετον εδόθη του Αλκινόου, 10 του βασιλέα, 'π' ως θεόν οι Φαίακες ετίμαν. την λευκοχέρα Ναυσικά τούτ' είχεν αναστήσει, και τώρα στιά της άναβε κ' ετοίμαζε τον δείπνο.

Αυτά 'π' ο Αλκίνοος και αρεστόςόλους εφάνη ο λόγος. τότε εις το σπίτι του καθείς επήγε να πλαγιάση. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη, και το γενναίο χάλκωμα μες το καράβι εφέραν• και ο σεβαστός Αλκίνοος κατέβη και με τάξι 20 τα 'θεσε κάτω απ' τα ζυγά, μη κάποιος των συντρόφων εμπόδιο τα 'χη, όταν με ορμή θε να κουπηλατήσουν• κ' εκείνοι επήγαν να χαρούν το γεύμα 'ς τ' Αλκινόου• και αυτός βώδι τους έσφαξε, θυσίαν του Κρονίδη, του μαυρονέφελου Διός, όπ' όλων βασιλεύει. 25 και αφού καήκαν τα μεριά, 'ς το θαυμαστό τραπέζι ευφραίνονταν και ανάμεσα έψαλν' αοιδός ο θείος, λαοτίμητος Δημόδοκος• ωστόσ' ο Οδυσσέαςτον ήλιο, 'πώλαμπ', έστρεφε συχνά την κεφαλήν του, πότε να δύση, απ' τον καϋμό να φθάσ' εις την πατρίδα• 30 και ως είναι ο δείπνος ποθητόςαυτόν 'πώχει ολημέρα δυο βώδια μαύρα οπού τραβούν τρανότο νειάμ' αλέτρι• με χαρά βλέπει αυτός του ηλιού την λάμψιν οπού σβυέται, και ως για τον δείπνο ξεκινά τα γόνατα τού τρέμουν• παρόμοια χάρηκ' ο Οδυσσηάς ο ήλιος άμ' εσβύσθη• 35 και των Φαιάκων είπ' ευθύς κ' εξόχως του Αλκινόου• «Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, τώρ' άμα κάμετε σπονδαίς, εμένα εις την πατρίδα άβλαπτον αποστείλετε και χαίρετε και ατοί σας. ότ' ήδη ετελειωθήκαν όσά 'θελε η ψυχή μου, 40 προβόδισμα και αγαπητά δώρα, να τα ευλογήσουν οι ουρανοκάτοικοι θεοί, και ναύ'ρω εις την πατρίδα την άψεγη γυναίκα μου, και όλους τους ποθητούς μου• και σεις, οπού δω μένετε, χαρά των γυναικών σας να ήσθε και των τέκνων σας, κ' οι αθάνατοι ας σας δώσουν 45 κάθε καλό και συμφορά κοινή να μη σας εύρη».