United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θανάση!... Παραδόσου... Επέσανε οι συντρόφοι σου... Δε σώμεινε κανένας. — Θα παραδώσω την ψυχή, τ' άρματα δεν τα δίνω. Αν δεν το ξέρης, μάθε το... Ποιος είσαι;.. τη φωνή σου... — Θανάση, είμ' ο διαλαλητής... — Προδότη, αφωρεσμένε!... Μη μου πατής τα μνήματα... Ακόμα ζης εμπρός μου;... Χιλιάδαις τόνε σέρνουνε.

Σας τη δίνω». — Μεγαλειότατε, την παίρνω, είπεν ο Τριστάνος. Α! Άρχοντες, γιατί είπε αυτόν το λόγο; Γι' αυτόν το λόγο πέθανε. Όρισαν την ημέρα, ώρισαν την προθεσμία. Ο Δούκας έρχεται με τους φίλους του, ο Τριστάνος με τους δικούς του. Ο εφημέριος του παλατιού ψέλνει τη λειτουργία.

Αλλά μετά μικρόν αναθαρρήσασα, ακλόνητος εις την απόφασίν της, ητένισε μετά πειστικότητος τον άνδρα της: — Δίνω μια και του ζουπάω το κεφάλι· απήντησε. Και θέσασα εμπρός τα γαλιά, εξήλθε του χωρίου. Η Σμάλτω έβαινεν ήδη θαρραλέα προς τον σκοπόν της, ανυπόμονος να φθάση εις τον τόπον όπου ήλπιζε να συναντήση τον βοσκόν, πολλάκις προτρέχουσα των γαλίων, ως να ωθείτο υπό αναποδράστου ανάγκης.

Ας είνε, του απεκρίθη ο βασιλεύς, εσύ ηξεύρεις πως ημπορώ να σου δώσω την ελευθερίαν; Ναι βασιλεύ, απεκρίθη ο Αφρικός ηξεύρω την μεγάλην σου γενναιότητα, και αυτό δεν μου είνε νέον. Σου την δίνω το λοιπόν, του είπεν ο βασιλεύς, μα με συμφωνίαν, ότι εσύ θα φέρης ετούτον τον Μουσουλμάνον εις την Μπάσραν, και θέλω ότι εις ολίγον διάστημα να κάμης αυτό το ταξείδι.

Να, έχω ένδεκα σβάντζικα, είπα. Σου τα δίνω όλα να με πάρης κ' εμένα μαζί. Ο καρροτσέρης εζύγωσε προς το μέρος μου. Ξέχασε πως ήμουν χολεριασμένη. Έβγαλα τα σβάντζικα και τα μετρούσα. — Να, πάρε τα και τα δέκα, είπα και να με πάρης μαζί.

Εννηά και δεκαπέντε, μου χρωστούσε ο μακαρίτης ο άντρας σου, είπε, και δυο τάλλαρα δανεικά κι' αγύριστα του γαμπρού σου γίνονται . . . Και λαβών κάλαμον ήρχισε να εκτελή την πρόσθεσιν πρώτον και την αναγωγήν των ταλλήρων εις δραχμάς, είτα την αφαίρεσιν από του ποσού των δέκα γαλλικών ταλλήρων. — Κάνει να σου δίνω . . . ήρχισε να λέγη ο κυρ-Μαργαρίτης. Τη στιγμή εκείνη εισήλθε νέον πρόσωπον.

Θα σας αφίσω πολλά χτήματα και πολλούς άξιους δούλους· χρυσάφι· ασήμι· κι όσα άλλα πράματα έχουν οι πλούσιοι. Μόνο δίνω ξέχωρα στο Δάφνη το μέρος τούτο και το Δάμωνα και τη Μυρτάλη και τα γίδια που τάβοσκε ο ίδιος.

Τας άκουσα να μιλούν σιγά· διηγούντο μεταξύ των ασήμαντα πράγματα, νέα της πόλεως: Πως αυτή πανδρεύεται, πως εκείνη είναι ασθενής, πολύ ασθενής, έχει ξηρό βήχα, τα κόκκαλα φαίνονται εις το πρόσωπόν της και της έρχονται λιποθυμίες· ουδέ λεπτό δεν δίνω για την ζωήν της, έλεγεν η άλλη. Ο Ν.Ν. και αυτός είναι κακά, έλεγεν η Καρολίνα.

Τούτη μου την κόμη την ποιητική από τώρα δίνω για κληρονομιά εις τον Λεονάρδο και εις τον Ψιακή . . . δεν θα 'βρούν βαμμένη ούτε τρίχα μια. Τέλος το κεφάλι το ποιητικό 'στους κρανιοσκόπους μποναμάς ας μένη, να το ψάχνουν μέσα κι' έξω με φακό, για' να 'βρούν ποια βίδα είναι χαλασμένη. Μες 'στο Παλάτι γίνεται χορός, κι' εγώ απ' έξω στέκομαι φρουρός.

Τα πήρα στην αμασκάλη μου, έσβυσα το καντήλι, βγήκα και κλείδωσα την πόρτα. Τρέχω στο κελλί και ξυπνώ τον Καλόγερο και του δίνω το κλειδί. — Τα διάβασα όλα, του είπα, κ' είναι δικά μου. Ορίστε αυτό το τάλλαρο για την καλωσύνη σου. Πηγαίνω τώρα στον αγωγιάτη μου, να ξεκινήσω με τη δροσιά. Έχε γεια, και προσκυνήματα στον Ηγούμενο. Κ' έφυγα με τα χαρτιά του Γεροδήμου μαζί μου.