United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον εθέριζε άγρια πείνα Και δεν έχει άλλο ψωμί... 'Σ το σακκί του μέν' η σφήνα Τ' Αστραπόγιανου ξερή. 'Σ ταχαμνά τα δάχτυλά του Την επήρε μια φορά.. Θολωμέν' είν' η ματιά του Και τα χείλη του ανοιχτά. Όλος έτρεμε... 'ς το στόμα Την εζύγωσε σκιαχτά... Δεν αμάρτησε, όχι, ακόμα... Αναστέναξε βαρειά. Με μιας τώφυγ' ένα δάκρυ, Την εφίλησε γλυκά, Καιτον κόρφο σε μιαν άκρη Την εγώνιασε βαθειά.

Να χαθής, βλάχο! απάντησεν ο Κώστας θυμωμένος. Κ' ευθύς ετινάχθηκεν ολόρθος, εζύγωσε κοντά με τα χέρια και αυτός στη μέση, τον εκύταξε κατάματα, έσμιξε σχεδόν την κίτρινη μύτη του στη μύτη του αντίπαλου κ' εσφύριξε πάλι: — Να χαθής, παλιόβλαχε! Εχόχλαζε τόρα και στους δυο ο θυμός.

Ο εκκλησιάρης πήρε το φανάρι και τράβηξε μπροστά. Πίσω ο παπάς. Όταν φθάσανε στο σπίτι, ο γέρος ψυχομαχούσε. Πνιγμένες φωνές και κλάματα πετούσαν ολόγυρά του. Ο Παπα-Παρθένης εζύγωσε με φόβο. Το δισκοπότηρο έτρεμε στα χέρια του· μια στιγμή φοβήθηκε να μη το χύση. Αλλοίμονό του. Ο γέρος ήτανε πεσμένος σε βύθος, ανάσαινε βαρειά, ένα ρουχαλητό πνιγμένο γέμιζε την κάμαρη.

Τα μάτια του ήτανε ορθάνοιχτα, τα δάκτυλα στρημμένα σαν γάντζοι· ζητούσε να πάρη μια αναπνοή με βία· το στήθος του έβραζε, το στόμα του ανοιγόκλεινε, τα χείλια του πιπίλιζαν τον αέρα τρεμουλιαστά. — Παπά, πρόφτασε, είπε μια γερόντισσα, ξεψυχάει. Ο Παπα-Παρθένης, σαστισμένος, χωρίς να ξέρη κι' ο ίδιος τι κάνει, εζύγωσε το κουταλάκι, το άδειασε στα διψασμένα χείλια, που βύζαιναν τον αέρα.

Ω αγαπημένε μου αναβαφτιστή! άριστε των ανθρώπων, έπρεπε να σε ιδώ να πνίγεσαι μέσα στο λιμάνι! Ω! δεσποινίδα Κυνεγόνδη, μαργαριτάρι των παρθένων, έπρεπε να σου έχουν σκίση την κοιλιά! Ξεκίνησε λοιπόν μόλις στεκάμενος στα πόδια του, αφού του βγάλαν λόγο, τόνε μαστίγωσαν του δώσαν άφεση αμαρτιών και ευλογία, όταν μια γρηά τον εζύγωσε και τούπε: — Παιδί μου, λάβε θάρρος, ακολούθα με.

Ζύγωσε ο Κυρ-Λοχίας να την ψάξη. Την καλόειδε τόρα από κοντά κ' εγαργαλίστηκε πιο πολύ ο μάβρος. Καμαρώνοντας τα στρογγυλά σφιχτοδεμένα στήθια της, εζύγωσε πιο πολύ χαμογελώντας, κι απλώνοντας το ρεμένο του ανάλαφρα στη χνουδωτή τραχηλιά της, τη ρώτησε χαϊδεφτά, ξελιγωμένα·Μη λάχη κ' έχης στελέτα στον κόρφο, κυρά μου;.. Εχαμογέλασε ντροπαλά.

Να, έχω ένδεκα σβάντζικα, είπα. Σου τα δίνω όλα να με πάρης κ' εμένα μαζί. Ο καρροτσέρης εζύγωσε προς το μέρος μου. Ξέχασε πως ήμουν χολεριασμένη. Έβγαλα τα σβάντζικα και τα μετρούσα. — Να, πάρε τα και τα δέκα, είπα και να με πάρης μαζί.

Θέλοντας ο Δρύαντας να τη συμμαζέψη και να τη βάλη στην προτητερινή τάξη, αφού λύγισε δεμάτι από χλωρές βέργες και τόκαμε παρόμοιο με θηλιά, εζύγωσε στο βράχο για να την πιάση εκεί.

Όταν περνούσα κοντά από το Πρυτανείον, είδα νάρχεται από πέρα και να χαμογελά η Λεσβία, κι' όταν εζύγωσε μούπε• Δεν τα ξέρεις; Ο αγαπητικός σας ο Πάμφιλος παντρεύεται τη θυγατέρα του Φείδωνα• κι' αν θες να βεβαιωθής πήγαινε και κύτταξε στο στενό και θα δης στέφανα στις πόρτες και θ' ακούσης αυλητρίδες και θόρυβο και τραγουδιστάδες που λεν το τραγούδι του γάμου.