United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φαινότανε σα να της ξαναήρθε η προτητερινή ζωηρότητα, σα να τίναξε από πάνω της όλο το βάρος της ξένης λύπης, καθετί που ίσκιωνε το μέρος αυτό των παλιών θυμητικών μας και μας κυνηγούσε ολάκερη την αλλόκοτη αυτή μέρα με όλη τη θλίψη και τη δυστυχία του κόσμου. Μ' έφερε ίσια στο δάσος σ' ένα στενό μονοπάτι, όπου τα έλατα σμίγανε τους κλάδους τους απάνω από τα κεφάλια μας.

Σα να μου μετάγγισε άμεσα κάτι από το αίστημά της ή σα να συναπαντηθήκανε οι στοχασμοί μας στο περασμένο, όπου μας αγκάλιαζε και τους δυο τόνειρο της ευτυχίας, κυριεύτηκα και γω από μια διάθεση ολότελα διαφορετική από την προτητερινή κ' ενώ έβαλε απαλά το χέρι γύρω στα λαιμό της και τη χάδεψα στο μάγουλο, είπα: — Τι συλλογίζεσαι; — Συλλογίζουμαι το πρώτο μας καλοκαίρι.

Μα ο Δόρκωνας κείτονταν χάμω με βαθιές πληγές κομματιασμένος από τους κορσάρους και ψυχομαχώντας, επειδή είχε χάσει αίμα πολύ. Όταν όμως είδε τη Χλόη και πήρε λίγη ζωή από την προτητερινή του αγάπη, είπε: — Εγώ, Χλόη, σε λίγο πεθαίνω, επειδή οι κακούργοι κουρσάροι, ενώ προστάτευα τα βόιδια μου, με κατακομμάτιασαν σαν βόιδι. Μα εσύ και το Δάφνη σου σώσε κ' έμενα εκδικήσου κ' εκείνους αφάνισέ τους.

Όταν μπήκα μέσα, είδα τη γυναίκα μου να τρέμη από σπασμούς, που φαινόντανε πως αρχίζανε από το πρόσωπο κι απλώνονταν αποκεί σε τρόπο που να της τραντάζουν όλο το κορμί. Δεν μπορούσαμε να κάμουμε τίποτε. Κι απ' ώρα σ' ώρα ξαναρχόντανε οι φοβερές προσβολές. Ο γιατρός τις ησύχασε μ' ενέσεις κ' η προτητερινή γαλήνη ξαναήρθε, όχι όμως κ' η αίσθηση. Η αναισθησία κράτησε σχεδόν δυο μέρες.

Θέλοντας ο Δρύαντας να τη συμμαζέψη και να τη βάλη στην προτητερινή τάξη, αφού λύγισε δεμάτι από χλωρές βέργες και τόκαμε παρόμοιο με θηλιά, εζύγωσε στο βράχο για να την πιάση εκεί.

Η νοσοκόμα την έβαλε στο κρεβάτι κι όταν τα παιδιά, που παίζανε όξω, γυρίσανε στο σπίτι, τα φώναξε με την ψιλή, αδύνατη φωνή τηςτην τόσο διαφορετική από την προτητερινή της βαθειά και δυνατή φωνήναρθούνε μέσα να της διηγηθούνε τι κάμανε όξω και πως διασκεδάσανε. Και κείνα αρχίσανε να λένε τόσα πολλά, που μερικές στιγμές δοκίμασα να τους πω να πάψουνε. Μα μ' εμπόδισε.

Οδηγεί τον Αγαθούλη από μια σκάλα κρυφή σε μια χρυσή σάλλα, τον αφήνει πάνω σ' έναν καναπέ από πολύχρωμο μεταξόπανο, κλει την πόρτα και φεύγει. Ο Αγαθούλης νόμιζε, πως ονειρευότανε και του φαινόταν η όλη του προτητερινή ζωή ένα όνειρο θανατερό και η τωρινή στιγμή ένα όνειρο γλυκό. Η γριά ξαναφάνηκε σε λίγο.

Η προτητερινή ομιλία μας και κείνο, που έβλεπα τώρα, σμίξανε τόσο παράξενα και γίναν ένα στα αίστημά μου και θυμήθηκα τα λόγια που γίνανε αφορμή της σύντομης ομιλίας μας. Πολλή ώρα καθισμένος εκεί συλλογιζόμουνα εκείνο που ήθελα να πω.