Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Ιστορικό περιβόλι. Τη βλέπεις εκείνη τη Τζιτζιφιά; Στον καιρό μου οι κοπέλλες κρέμαζαν εκεί κούνιες και κουνιούνταν, και τραγουδούσαν τα πονεμένα τους λιανοτράγουδα. Η φωνή τους είταν καθώς και τώρα· ψιλή ψιλή και χαμηλή, σα να μην τολμούσε νάβγη έξω μ' όλη τη δύναμή της. Ίσως έχει κι αυτό το λόγο του.
Και ο πατέρας όμως της αρρεβωνιασμένης κοπέλλας είνε άνθρωπος με χαραχτήρα, με δύναμι, με θέλησι· έχει φίλο και τον Δήμαρχο και είνε άγνωστο τι θαγενή. Δύο μεγαλόσωμα, μελιτόχρωμα, ωμορφοκαμωμένα βώδια, ήταν ζεμμένα στο αλέτρι του γέρω Μήτρου. Βροχούλα ψιλή είχε πέση τη νύχτα και ο γέρος αποφάσισε να οργώση.
Ένα βράδυ ύστερ' από μια ψιλή βροχούλα, που το χώμα κ' οι θημωνιές σκορπίζανε μια δυνατή μυρωδιά, η Παυλίνα ένοιωσε την καρδιά της να κτυπάη μέσα στο στήθος της. Της φάνηκε παράξενο και πήγε στη λησμονημένη κούκλα της να ιδή αν κτυπούσε κ' η δική της η καρδιά. Το ίσιο και στρωτό, το κερένιο στήθος της φιλενάδας της, ήτανε απάλευτο σαν πάντα.
Ένα αηδονάκι, που είχε ξυπνήσει απ' το φως του φεγγαριού και τίναζε τις φτερούγες του απάνω στο ψηλό κλαδί, ψυχοπόνεσε την όμορφη χήρα και της είπε με ψιλή φωνούλα: — Άδικα κλαις και δέρνεσαι, όμορφη χήρα. Ο καλός σου δεν σ' ακούει, γιατί ο καλός σου δεν είν' εδωπέρα. Η όμορφη χήρα ξαφνιάστηκε από τη φωνούλα του αηδονιού. — Καλό μου πουλί, του είπε.
Ό νάνος κοιμώτανε, όπως πάντα, στο δωμάτιο του Βασιληά. Όταν πίστεψε ότι όλοι κοιμώντανε, σηκώθη και ανάμεσα στο κρεββάτι του Τριστάνου και της Βασίλισσας έχυσε την ψιλή φαρίνα. Αν ο ένας από τους αγαπητικούς πήγαινε να σμίξη τον άλλο, η φαρίνα θα έδειχνε το ίχνος των βημάτων. Αλλά καθώς τη σκορπούσε, ο Τριστάνος, που έμεινε ξύπνιος τον είδε.
Σε τρία, σε τέσσερα ξεβιδωμένο το κορμί της. Λυμένη όλη· όλη ξεκλειδωμένη. Σαν κούκλα, που της σφίγκουν τάψυχα στηθάκια της, και λυέται όλη, και κουνιέται όλη, και παίζουν χαρωπά τα παιδάκια. Έπαβε τόρα να τραντάζη νεβρικά, να κουνιέται άσεμνα. Εστριφογύριζε στον τόπο της μια καρτέλα. Έπαιρνε στριφογυρίζοντας με ψιλή, γαργαλιστική φωνή του σκοπού που εχόρεβε το γοργογύρισμα·
Ο άντρας είνε το πιο ήμερο αρνάκι που βόσκησε απάνω στη γης, και το πιο άγριο θεριό που τη ρημάζει. Μα το κακό δεν είναι δίχως και τη γιατρειά του. Έχει μια ψιλή ψιλή τριχίτσα στο κεφάλι του κάθε άντρας, και καταπώς την τραβήξη η γυναίκα αυτή την τριχίτσα, πηγαίνει ο καλός της. Την τραβάει κατά την αγάπη; Γυρίζει τότες ήμερα και σε γλείφει ταρνάκι.
Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Ήρθε να ρωτήση για την παράσταση .. . Πάει να πη δηλαδή πως ο αφέντης.... Η ψιλή κουβέντα πούχανε στήσει ψες το βράδυ κάτω στα μπάνια δε μου πολυάρεσε. Αμ' η άλλη; Τι θα γίνη με την άλλη; Ο Θεός να βάλη το χέρι του. Καλά έλεγα εγώ να φύγουμε μίαν ώραν αρχήτερα από δωπέρα. ΔΩΡΑ — Εσύ είσαι εδώ Μπάρμπ-Αργύρη; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Εγώ, κοκώνα μου. ΔΩΡΑ — Πού είναι ο Μπαμπάς;
Τι τύχη, αλήθεια, που την είχαν! Κάποτες ο μικροπολίτης δεν καταλάβαινε κι ο ίδιος τι έγραφε. Δεν είναι τύχη κι αφτό; Οι μικροπολίτες είχαν ψιλή, ψιλούτσικη φωνή. Έλεγες και τραγουδούσαν. Είταν όλοι τους τενόροι. Δεν ξέρω τι είχαν πάθει οι μικροπολίτες. Δεν άκουγες όμως για κανένα μικροπολίτη, νάκαμε ποτέ του παιδί. Έτσι ζούσαν οι μικροπολίτες, έτσι ζούσαν και βασίλεβαν αναμεταξύ τους.
Ποταμάκια μικρά και χαριτωμένα περνούσαν γύρω στις ρίζες των ψηλών δένδρων και μικρές λίμνες, σπαρμένες μέσα στην πρασινάδα, καθρέφτιζαν τα πυκνόφυλλα κλαδιά με τους χρυσούς καρπούς. Και τα φιδωτά δρομαλάκια του περιβολιού ήσαν στρωμένα με ψιλή άμμο, από διαμάντια και ζαφείρια, που λαμποκοπούσαν στον ήλιο με χίλια χρώματα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν