Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Τα παιδιά εκρατούσαν τη γιαγιά αγκαλιασμένη και τα χέρια της, το ένα δεξιά το άλλο ζερβά, ήταν ακουμπισμένα στους ώμους των. Έβλεπε πότε το ένα πότε το άλλο με το ουράνιό της χαμόγελο. Η μελωδική ψιλή φωνούλα έψαλλε το «Χριστός γεννάται». Έξαφνα η γρηά έκλινε το πρόσωπο στο κοριτσάκι σαν να θελε να το φιλήση κ' έμεινε ακίνητη . . . — Μάννα! την επλησίασε και της είπε η κόρη.
Ήθελε να πη ο Βαγγέλης για την Ασημίνα τη γυναίκα του, που λιγοθυμισμένη στο πάτωμα γυρεύανε να τη συνεφέρουνε οι γειτόνισσες. Καθώς είδε τον άντρα της να τον φέρνουνε στα χέρια, έμπηξε μια ψιλή φωνή και σωριάστηκε χάμω. Ανασηκώθηκε μια στιγμή, φώναξε, δάρθηκε, έκανε να πέση απάνω του, μα πάλι ξανασωριάστηκε στο πάτωμα, με μικρά πνιγμένα βογγητά.
Κι' αν έλθη χωρίς να το πάρω κάβο και χωρίς να τον δης και συ, τότε σκότωσέ με. Για τ' άλλα, άφησέ με να κάνω εγώ όπως ξέρω και φυλάξου μοναχά μην πης τίποτε στον Τριστάνο γι' αυτήν την επιστολή προ της ώρας του ύπνου. — Ναι, απήντησε ο Μάρκος, έτσι ας γίνη». Τότε ο νάνος σοφίστηκε μια βρωμερή ατιμία. Πήγε σ' ένα φούρνο, αγόρασε ψιλή φαρίνα αλεύρι και τώκρυψε στην τσέπη της ρόμπας του.
Η νοσοκόμα την έβαλε στο κρεβάτι κι όταν τα παιδιά, που παίζανε όξω, γυρίσανε στο σπίτι, τα φώναξε με την ψιλή, αδύνατη φωνή της — την τόσο διαφορετική από την προτητερινή της βαθειά και δυνατή φωνή — ναρθούνε μέσα να της διηγηθούνε τι κάμανε όξω και πως διασκεδάσανε. Και κείνα αρχίσανε να λένε τόσα πολλά, που μερικές στιγμές δοκίμασα να τους πω να πάψουνε. Μα μ' εμπόδισε.
Έξαφνα όμως μια φιγούρα φάνηκε στην πόρτα: ψιλή, λεπτή, φορώντας στενά ρούχα γκρενά με μαύρα λουλούδια, είχε ένα στεφάνι από τριαντάφυλλα στο κεφάλι κι εδώ κι εκεί στο πρόσωπο, στο σώμα, στα πόδια κάτι που έλαμπε: τα μάτια, τα κοσμήματα, τα παπούτσια…
— Ψεύτικος κόσμος, π' ανάθεμά τον! είπε ο Γιαννιός ο Τελεπετέρης ο μαραγκός. — Ό,τι φάη κι' ό,τι πιή κανένας... αναστέναξε ο Θανάσης ο Βιόλας ο παπλωματάς, σκύβοντας τολοστρόγγυλο κεφάλι του απάνω στην ολοστρόγγυλλη κοιλιά του. — Κι' ό,τι αγαπήση! είπε με ψιλή φωνούλα ο Μαθιός ο γυρολόγος, τραγουδιστής με τόνομα και μερακλής ακουσμένος.
— Δουλεύω, απήντησε συστελλόμενος ο Μάχτος, αν και από της ημέρας καθ' ην απήγαγον την Αϊμάν δεν είχεν εγγίσει την σφύραν. — Και τι δουλειαίς κάμνεις; — Δουλειαίς της τέχνης μου, απήντησεν ο Μάχτος. — Κάμνεις ψιλή δουλειά; — Κάμνω βέβαια, απήντησεν φιλοτιμούμενος ο νεαρός Γύφτος. — Ειμπορείς· να μου φτιάσης ένα κλειδί, όπου μου έπεσε 'στόν δρόμο και το έχασα; Ο Μάχτος εδίστασεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν