United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήθελε να πη ο Βαγγέλης για την Ασημίνα τη γυναίκα του, που λιγοθυμισμένη στο πάτωμα γυρεύανε να τη συνεφέρουνε οι γειτόνισσες. Καθώς είδε τον άντρα της να τον φέρνουνε στα χέρια, έμπηξε μια ψιλή φωνή και σωριάστηκε χάμω. Ανασηκώθηκε μια στιγμή, φώναξε, δάρθηκε, έκανε να πέση απάνω του, μα πάλι ξανασωριάστηκε στο πάτωμα, με μικρά πνιγμένα βογγητά.

Είχε ακούσει πολλά παράξενα στη ζωή του. Έπιασε πάλι την άκρη της μύτης του και την τραβούσε να την κατεβάση στο στόμα, κυττάζοντας το πέλαγο. Όλη τη νύχτα κι' όλη την ημέρα το κρατήσανε τραβέρσο με την τουρκετίνα, αμπάσσο μούδα τη γάπια και τη μπούμα. Η τρούμπα δούλευε αδιάκοπα. Ο καπετάνιος δε ματαφάνηκε στην κουβέρτα. Κάπουκάπου τα βογγητά του έφθαναν ως απάνω. Πονούσε δυνατά.

Αυτός αντέγραφε για μένα στίχους επί στίχων, από τα ελεγεία τα ρωμαντικά του Αχιλλέως Παράσχου ίσα με τα παθητικά βογγητά της Φωτεινής Οικονομίδου, Σαπφώς που ντρεπόταν παστρικά να μιλήση. Ο φίλος μου ήρθε κάποτε στο σπίτι μου λαχανιασμένος. Μου έφερε τη σημαντικώτατην είδηση πως νέος και μεγάλος ποιητής γεννήθηκε στην Αθήνα, που μπροστά του δύσκολα πια θα μπορούσαν οι άλλοι να κρατηθούν ορθοί.

Ταμάξια παρατρέχανε το ένα το άλλο, ποιο να φθάση γληγορώτερα σε κάποιο φανταστικό πανηγύρι, οι καβαλλάρηδες σχίζανε περήφανοι, με το ρυθμικό τους πέρασμα, το πλήθος και πού και πού καμμιά διαβολική μηχανή, με βαθειά βογγητά ξεπερνούσε με βάναυση ορμή πεζούς και καβαλλάρηδες, σαν ακέφαλο θηρίο, που καμάρωνε την ασχημιά του.

Κι' εκείνος τ' όπλο αφίνει αφτού στον όχτο πλαγιασμένο μες στις μυρχιές, και σα στοιχιό με το σπαθί μονάχα πηδάει στο ρέμακι' έβαλε κακούς σκοπούς στο νου τουλιανίζοντας δεξά ζερβά, και βογγητά και θρήνοι 20 όλο άπαφτα ακουγόντουσαν που πάντα τους χτυπούσε με το σπαθί, και το νερό κοκκίνιζε απ' το αίμας.

Έτσι πολλά του φώναζαν του λατρεμένου γιου τους 90 και τόνε ξόρκιζαν κι οι διο με πόνο και λαχτάρα· μα γνώμη αφτός δεν άλλαζε, μον το γοργό Αχιλέα καρτέραε πάντα πούφτανε θεόρατος, σα γίγας. 92 Και την ασπίδα γέρνοντας σε προβγαλμένο πύργο 97 είπε με βογγητά βαθύ μες στην τρανή καρδιά του Ωχού μου! αν σύρω και χωθώ μέσα στο κάστρο τώρα, άτιμος είμαι θα μου πει ο Πολυδάμας πρώτος, 100 πούθελε πίσω το στρατό να φέρω μες στο κάστρο την έρμα εκείνη τη νυχτιά σα βγήκε ο Αχιλέας.

Παρά τον θυμό της, τα βογγητά του βαστάζου ήταν τόσο κωμικά που η Ζωηδία δεν μπόρεσε να κρατηθεί και να μην γελάσει. Αλλά, βάζοντάς τον κατά μέρος, απευθύνθηκε στους άλλους ξανά, λέγοντας, «Απαντήστε μου· ποιοι είστε; Αν δεν που απαντήσετε ειλικρινά, δεν θα ζήστε ούτε λεπτό παραπάνω. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι έχετε κάποια κοινωνική θέση, από οποιαδήποτε χώρα και αν είστε.