United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά μερικοί απ' αυτούς, αφού ετσάκισαν, κατώρθωσαν να μαζευτούν και να σχημαΤιςουν τετράγωνον• ετράβηξα λοιπόν το σπαθί και ώρμησα κατ' επάνω των σαν θηρίο• ανέτρεψα τους πρώτους επτά και τους κατεπάτησε το άλογο μου και με το σπαθί έσχισα εις δύο την κεφαλήν ενός των λοχαγών μαζή με την περικεφαλαίαν. Μετ' ολίγον εφθάσατε σεις οι άλλοι, Χηνίδα, όταν πλέον είχα τρέψη εις φυγήν τους εχθρούς.

ΑΜΥΝΙΑΣ Θηριό; μα και τι θέλεις νάνε άλλο, που μέρα, μήνας και καιρός περνάει κι' όλω το χρήμα, δος του και γεννάει; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Λαμπρά! για πες μου: είνε τώρα τα νερά της θάλασσας περσσότερ' απ' άλλη φορά; ΑΜΥΝΙΑΣ Μα το θεό, η θάλασσα είν' ίση• δεν είνε δίκηο πράμα ν' αυγατίση. ΑΜΥΝΙΑΣ Μ' αυτό είνε πολύ μεγάλη προσβολή!

Να το ιδή κι' αλλού τριτόνει, Παρευτύς σ' αυτό ζυγόνει, 1060 Και με όψι θαρρευτή Το θηρίο ακλουθόντας, Και μ' αυτό συνομιλόντας, Συνοδιά του περπατεί. Όσο κι' αν είναι φοβερό 1065 Το καθετί, με τον καιρό Πασάνας συνηθάει Να το καταφρονάη. Κι' αντίς την πρώτη ταραχή Οπού μας φέρει στην αρχή, 1070 Τελιόνει κάθε θιάμα, Συνηθισμένο πράμμα. Μ Υ θ Ο Σ Ις.

Έλα, βουνίσια Μούσα μου, χωριατοπούλα Μούσα, Έλα να κλάψουμε κι' εμείς του Βασιληά την Κόρη. — Διωγμένη απ' τα παλάτια μου κι από τ' αρχοντικά μου, Όπου κι' αν 'δούν τα μάτια μου θα πάω να κατοικήσω, Ψηλάαπάτητα βουνά, κάτου σε κάμπους έρμους. Σύντροφο νάχω το θηριό, μίλημα τ' αγριοπούλι. Κι' ανέβαινε η βασίλισσα μοιρολογώντας τέτοια Ένα ψήλο βουνόκορφο.

Επήγαινε πότε στη μία, πότε στην άλλη κ' έτσι έβγαινε ο ναύτης κ' έπαιρνε λίγη ανάσα. Από την ώρα που έγινε το τράκο ως την αυγή εδουλέψαμε καλά. Αν δεν ολιγόστεψε το νερό, δεν ημπόρεσε όμως και να μας κεφαλώση. Δεν ξεύρω γιατί η νύχτα και ο κίνδυνος αγριεύουν τόσο τον άνθρωπο, θηρίο γίνεται· χωρίς να θέλη αφρίζει· χωρίς να σκεφθή δίνει σώμα στον κίνδυνο.

Τραβά τότε καταπάνω του με το καμάκι ψηλά, με την ξανθοκόκκινη περικεφαλαία θυσσανοσκέπαστη από το χοχλαστό νερό της βαλβίδας, με το μολυβοφορτωμένο στήθος αστραφτερό, με τα γατζούδια της πλατειάς ζώνης τρεμόλαμπα, με το σκοτεινό του λάστιχο θαλασσινός Άρης μέγας και άτρομος. Το θηρίο εσάστισε στην άγρια εικόνα, εδείλιασε με την τόσην ορμή του. Μωρέ τ' είνε τούτο! εκουτοσυλλογίσθηκε.

Δεν είχεν όμως δικά του χτήματα κ' έπεσε στα πόδια της γυναίκας του, που είχε μερικά πράμματα, με παρακάλια να πουλήση κανένα να τονε γλυτώση. Θηρίο έγειν' εκείνη, σαν τ' άκουσε και αφού τον εξέβρισε φοβερά, του είπε να φύγη, γιατί δεν τον ήθελε πλιο σπίτι της. Το χτύπημα ήταν πολύ βαρύ. Επήγε να σαλέψη ο νους του ναύτη, γιατί ήταν ένας χαραχτήρας, που ό,τι είχε, τόκρυβε μέσα του.

Ξανοίξαμε από τον Μαρμαρά και εκάμναμε μια μεγάλη βόλτα από την Ραιδεστό ς' την Καλόλημνο. Μόλις που ετεραμολάραμε, να τα γυρίσουμε, απάνω, που λέτε, ς' την στροφή, ς' την Καλόλημνο, να και πετιέται ανατολικά μπροστά μας πράσινο φανάρι, θηρίο ανήμερο ολοταχώς. Θάλασσα-κιαμέτι. Δεκέμβριος μήνας.

Η σκούνα μας τα γύρισε και το πράσινο φανάρι σταμάτησε μπροστά μας, ένα θηρίο, ένα θεοπάπουρο! Ποιος φώναξε: — την καμπάνα; — Κανείς από μας δεν φώναξε. Πώς χτύπησεν η καμπάνα; Κανείς από μας δεν χτύπησεν. Ο μάγειρός μας, ένας που έκαμε σε μοναστήρια, έλεγε πως είδεν ένα γεροντάκι ζωηρό με άσπρα γένεια στρογγυλά σαν τον Άη-Νικόλα, που εχτύπησε μονάχος του την καμπάνα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Δεν είσαι καλά. ΑΜΥΝΙΑΣ Πώς τάχα; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Απ' τη θέσι του έχει βγη το μυαλό σου. ΑΜΥΝΙΑΣ Τίποτ' απ' αυτά δεν ξέρω, ούτε κ' έννοια έχω μεγάλη. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Κι' όταν δεν έχεις τίποτα στο νου από τας υποθέσεις τουρανού, τι χρήματα γυρεύεις να σου δώκω; ΑΜΥΝΙΑΣ Δεν τάχεις όλα; δόσε μου τον τόκο. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Κι' ο τόκος τ' είν' αυτός, θηριό μεγάλο;