United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εφαίνετ' όλη η φύσις Λουλούδι χωρίς μυρωδιά, κόρη γλυκειά, πανώρηα Όπου εγεννήθηκε βουβή κι' όπου την παραστέκει Η μαυρισμέν' η μάνα της να ιδή μην ξεχαράξη Μαζύ μ' ένα χαμόγελο ’ς τα χείλη κ' η λαλιά της. Αστράφτουνε, λαμποβολούν τριγύρω ’ς τη Δαμάστα Άλλοι στρωμένοι κατά γης, άλλοι το διπλοπόδι, Περήφανοι, σιωπηλοί, τρακόσιοι αντρειωμένοι.

Είπε και αυταίς υπάκουσαν ευθύς εις την φωνή της• κ' έθεσαν βρώσι και πιοτό σιμάτον Οδυσσέα• κ' έτρωγε κ' έπινε αρπακτά ο θείος Οδυσσέας, κ' είχε ο πολύπαθος καιρούς φαγί να δοκιμάση. 250 και η λεκοχαίρα Ναυσικά τότ' εφευρήκεν άλλο• εδίπλωσε και απίθωσε τα ενδύματα εις τ' αμάξι, έζεψε τα σκληρώνυχα μουλάρια και άμ' ανέβη. κ' επαρακίνα λέγοντας τον Οδυσσηά• «Σηκώσου, ξένε, εις την πόλι για να πας, κ' εγώ θα σ' οδηγήσω 255του συνετού πατέρα μου το δώμα, όπου τους πρώτους πιστεύω από τους Φαίακαις θα ιδής και θα γνωρίσης. αλλ' έλα κάμε ό,τι σου ειπώ• θαρρώ πως γνώσιν έχεις. όσον αγρούς διαβαίνουμε, και των ανθρώπων έργα, με ταις θεράπαιναις μαζή κατόπιν εις τ' αμάξι 260 ογλήγορ' ακολούθα με, κ' εγώ τον δρόμο δείχνω, έως ότου θε να φθάσουμετην πόλιν, οπού πύργος ζών' υψηλός, κ' έχει καλούς λιμέναις δυοτα πλάγια. έχει το έμπασμα λεπτό• στενοχωρούν τον δρόμο τα κυρτά πλοίαταις σκεπαίς, 'πώχει καθείς δική του. 265 κ' είν' η αγορά τους, 'ς του λαμπρού την μέση Ποσειδίου, με συρταίς πέτραις, 'πώχωσαν βαθειά, θεμελιωμένη. και αυτού τ' άρμενα εργάζονται των πισσωμένων πλοίων, τα καλαμάρια, τα πανιά, και καταξυούν κουπία. και οι Φαίακες δεν αγαπούν φαρέτρα ουδέ δοξάρι, 270 μόνον πανιά, μόνον κουπιά, και ισόπλευρα καράβια, οπού γι' αυτά περήφανοι το λευκό κύμα σχίζουν. τούτων ξεφεύγω την πικρή γλώσσα, μη μ' ονειδίση κανένας, ότ' είναι λαός περήφανος και αυθάδης. άνδρας συμβαίνει πρόστυχος να ιδή, κ' ευθύς να είπη• 275 ο λαμπρός ξένος και τρανός, 'ς την Ναυσικά κατόπι, ποιος είναι; που τον εύρηκε; άνδρα της θα τον κάμη. μήπως από το πλοίο του, 'που εξέπεσ' εδώ πέρα, ξένον εδέχθη μακρυνόν; τι γείτονες δεν είναι. ή απ' ταις ολόθερμαις ευχαίς κατέβηκε ουρανόθεν 280 κάποιος θεός, και θα 'χη αυτόν εκείνη ολοζωής της; καλήτερ' αν μονάχη της εζήτησε κ' ευρήκε άλλοθεν άνδρα• ότι αψηφά τους συντοπίταις όλους, τους Φαίακαις, οπού πολλοί και οι πρώτοι την ζητούσι. αυτά θα ειπούν, κ' εγώ εντροπή τα λόγια τούτα θα 'χω. 285 κ' εγώ 'θελε κατηγορώ άλλην, αν όμοια πράξη, χωρίς να 'χη το θέλημα των ποθητών γονέων, πριν έλθ' εις γάμον φανερόν, τους άνδραις να σιμόνη. και τώρα, ξένε, πρόσεχε, αν θέλης ο πατέρας εις την πατρίδα ογλήγορα να σε ξεπροβοδήση. 290τον δρόμο θαύρης τον λαμπρόν λευκώνα της Αθήνης• μέσ' αναβρύζει αυτού πηγή, και γύρω έχει λιβάδι• αυτού 'ναι η γη και ο ανθούμενος ο κήπος του πατρός μου, από την πόλι διάστημα, 'π' ακούεσ' αν βοήσης. αυτού μείνε καθήμενος, έως ότου εμείςτην πόλι 295 πατήσουμε και φθάσουμετα σπίτια του πατρός μου• και άμα λογιάσης ότι 'μειςτα σπίτι έχουμε φθάσει, προς των Φαιάκων βάδισε την πόλι, και άμ' ερώτα τα σπίτια του γενναιόκαρδου πατέρα μου Αλκινόου. καλόγνωρα είναι• και μωρό παιδί να σου τα δείξη 300 δύναται• ότι δεν κτισθήκαν τα σπίτια των Φαιάκων, ως τα παλάτια κτίσθηκαν του ήρωα του Αλκινόου• και όταν οι δόμοι γύρωθε κ' η αυλή σε περιλάβουν, διάβα ευθύς το μέγαρο να φθάσηςτην μητέρα, 'που εις την γωνίστρα κάθεται, 'ς την λάμψι της φωτίας, 305 γαλάζιο κλώθοντας μαλλί, θαυμάσιον, εις τον στύλον απιθωμένη, και όπισθεν αυτής κάθονται η δούλαις. καιτην φωτιά σιμά θα ιδής τον θρόνο του πατρός μου, 'π' αυτού πίνει καθήμενος, όμοιος των αθανάτων. ξεπέρν' αυτόν, τα γόνατα, συ πιάσε της μητρός μου, 310 αν θες για σε χαρμόσυνη και ογλήγορα να φέξη η ημέρα της επιστροφής, όθεν μακρυά και αν ήσαι. και αν ίσως και σ' ελεηθή και σ' αγαπήση εκείνη, θάρρου, θα ιδής τους ποθητούς, ογλήγορα θα φθάσης, 'ς το σπίτι το καλόκτιστον, εις την γλυκειά πατρίδα». 315

Και σε μια στιγμή αδειάζουν τις σακούλες τους στην πλάκα και παίρνουν από κείνα, περήφανοι και κάπως λυπημένοι που δε μπορούν ν' αγοράσουν περισσότερα. Έτσι πέρασαν τη ζωή τους ο γέρο Μαλαματένιος κ' η γυναίκα του. Δούλευαν το κλήμα, δούλευαν και τα εργόχερα. Μα δούλευαν μονάχα· ήταν τα χέρια τα καλά και τα χρήσιμα και τίποτ' άλλο. Η τέχνη που τάκανε τόσο ποθητά ήταν η ψυχή της Ελπίδας.

Ρίχτηκαν στο χαροκόπι, σπατάλησαν το βιος, χρεώθηκαν, χαντακώθηκαν. Έφτασαν τα έχη τους στο σφυρί. Και στο αναμεταξύ οι Μορφόπουλοι καλητέρευαν. Η δυνατή και καλόχυμη ρίζα άρχισε πάλε να παίρνη απάνω της. Η σκλαβιά τους ατσάλωνε. Ήταν περήφανοι στη φτώχεια τους· σημαντικοί ακόμα και στην ταπείνωσή τους.

Ταμάξια παρατρέχανε το ένα το άλλο, ποιο να φθάση γληγορώτερα σε κάποιο φανταστικό πανηγύρι, οι καβαλλάρηδες σχίζανε περήφανοι, με το ρυθμικό τους πέρασμα, το πλήθος και πού και πού καμμιά διαβολική μηχανή, με βαθειά βογγητά ξεπερνούσε με βάναυση ορμή πεζούς και καβαλλάρηδες, σαν ακέφαλο θηρίο, που καμάρωνε την ασχημιά του.

Έτσι όλη νύχτα κάθουνταν στις στράτες του πολέμου 553 περήφανοι όλοι, κι' έκαιγαν πολλές φωτιές τριγύρω. Πώς τ' άστρα απάνου ολόλαμπρα, με το λεφκό φεγγάρι 555 στη μέση τους, φωτοβολούν σαν τύχει καλοσύνη, κι' όλες οι ράχες φαίνουνται, και χαίρεται ο τσοπάνης· 559 τόσες των πλοίων μεταξύ και των νερών του Ξάνθου 560 φωτιές θαρρούσες π' άναψαν μπροστά στο κάστρο οι Τρώες.