Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Θάρρου• ως προς τούτα παντελώς ο νους σου ας μη φροντίση• μόνον εδώ τους θησαυρούς 'ς τα βάθη του άντρου θείου ας αποθέσουμεν ευθύς, να τα 'χης φυλαγμένα• έπειτα πώς θα ευοδωθούν τα πράγματ' ας σκεφθούμε». 365
Και αντείπε αυτής ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• Ω Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικαρίου κόρη, 435 θάρρου• ως προς τούτα παντελώς έννοια μη βάλη ο νους σου. δε εγεννήθ' ο άνθρωπος, ή θα ευρεθή κατόπι, χέρι να βάλη φονικό του υιού σου Τηλεμάχου, όσο εγώ ζω κ' εδώ 'ς την γη βλέπω το φως του ηλίου. κ' ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη• 440 ευθύς το μαύρον αίμα του 'ς την λόγχη μου θα ρεύση. ότι κ' εμέ συχνόπαιρνεν ο ήρωας Οδυσσέας 'ς τα γόνατα του, κ' έβαζε 'ς τα χέρια μου ψημένο κρέας, και κόκκινο κρασί μου σίμονε 'ς τα χείλη. όθεν προς τον Τηλέμαχο περίσσιαν έχω αγάπη• 445 και απ' τους μνηστήραις θάνατον, του λέγω, ας μη φοβήται• αλλ', αν προέλθη απ' τους θεούς, αποφυγή δεν είναι». να την θαρρεύση αυτά 'λεγε, κ' έπλεκε αυτός τον φόνο.
Είπε και αυταίς υπάκουσαν ευθύς εις την φωνή της• κ' έθεσαν βρώσι και πιοτό σιμά 'ς τον Οδυσσέα• κ' έτρωγε κ' έπινε αρπακτά ο θείος Οδυσσέας, κ' είχε ο πολύπαθος καιρούς φαγί να δοκιμάση. 250 και η λεκοχαίρα Ναυσικά τότ' εφευρήκεν άλλο• εδίπλωσε και απίθωσε τα ενδύματα εις τ' αμάξι, έζεψε τα σκληρώνυχα μουλάρια και άμ' ανέβη. κ' επαρακίνα λέγοντας τον Οδυσσηά• «Σηκώσου, ξένε, εις την πόλι για να πας, κ' εγώ θα σ' οδηγήσω 255 'ς του συνετού πατέρα μου το δώμα, όπου τους πρώτους πιστεύω από τους Φαίακαις θα ιδής και θα γνωρίσης. αλλ' έλα κάμε ό,τι σου ειπώ• θαρρώ πως γνώσιν έχεις. όσον αγρούς διαβαίνουμε, και των ανθρώπων έργα, με ταις θεράπαιναις μαζή κατόπιν εις τ' αμάξι 260 ογλήγορ' ακολούθα με, κ' εγώ τον δρόμο δείχνω, έως ότου θε να φθάσουμε 'ς την πόλιν, οπού πύργος ζών' υψηλός, κ' έχει καλούς λιμέναις δυο 'ς τα πλάγια. έχει το έμπασμα λεπτό• στενοχωρούν τον δρόμο τα κυρτά πλοία 'ς ταις σκεπαίς, 'πώχει καθείς δική του. 265 κ' είν' η αγορά τους, 'ς του λαμπρού την μέση Ποσειδίου, με συρταίς πέτραις, 'πώχωσαν βαθειά, θεμελιωμένη. και αυτού τ' άρμενα εργάζονται των πισσωμένων πλοίων, τα καλαμάρια, τα πανιά, και καταξυούν κουπία. και οι Φαίακες δεν αγαπούν φαρέτρα ουδέ δοξάρι, 270 μόνον πανιά, μόνον κουπιά, και ισόπλευρα καράβια, οπού γι' αυτά περήφανοι το λευκό κύμα σχίζουν. τούτων ξεφεύγω την πικρή γλώσσα, μη μ' ονειδίση κανένας, ότ' είναι λαός περήφανος και αυθάδης. άνδρας συμβαίνει πρόστυχος να ιδή, κ' ευθύς να είπη• 275 ο λαμπρός ξένος και τρανός, 'ς την Ναυσικά κατόπι, ποιος είναι; που τον εύρηκε; άνδρα της θα τον κάμη. μήπως από το πλοίο του, 'που εξέπεσ' εδώ πέρα, ξένον εδέχθη μακρυνόν; τι γείτονες δεν είναι. ή απ' ταις ολόθερμαις ευχαίς κατέβηκε ουρανόθεν 280 κάποιος θεός, και θα 'χη αυτόν εκείνη ολοζωής της; καλήτερ' αν μονάχη της εζήτησε κ' ευρήκε άλλοθεν άνδρα• ότι αψηφά τους συντοπίταις όλους, τους Φαίακαις, οπού πολλοί και οι πρώτοι την ζητούσι. αυτά θα ειπούν, κ' εγώ εντροπή τα λόγια τούτα θα 'χω. 285 κ' εγώ 'θελε κατηγορώ άλλην, αν όμοια πράξη, χωρίς να 'χη το θέλημα των ποθητών γονέων, πριν έλθ' εις γάμον φανερόν, τους άνδραις να σιμόνη. και τώρα, ξένε, πρόσεχε, αν θέλης ο πατέρας εις την πατρίδα ογλήγορα να σε ξεπροβοδήση. 290 'ς τον δρόμο θαύρης τον λαμπρόν λευκώνα της Αθήνης• μέσ' αναβρύζει αυτού πηγή, και γύρω έχει λιβάδι• αυτού 'ναι η γη και ο ανθούμενος ο κήπος του πατρός μου, από την πόλι διάστημα, 'π' ακούεσ' αν βοήσης. αυτού μείνε καθήμενος, έως ότου εμείς 'ς την πόλι 295 πατήσουμε και φθάσουμε 'ς τα σπίτια του πατρός μου• και άμα λογιάσης ότι 'μεις 'ς τα σπίτι έχουμε φθάσει, προς των Φαιάκων βάδισε την πόλι, και άμ' ερώτα τα σπίτια του γενναιόκαρδου πατέρα μου Αλκινόου. καλόγνωρα είναι• και μωρό παιδί να σου τα δείξη 300 δύναται• ότι δεν κτισθήκαν τα σπίτια των Φαιάκων, ως τα παλάτια κτίσθηκαν του ήρωα του Αλκινόου• και όταν οι δόμοι γύρωθε κ' η αυλή σε περιλάβουν, διάβα ευθύς το μέγαρο να φθάσης 'ς την μητέρα, 'που εις την γωνίστρα κάθεται, 'ς την λάμψι της φωτίας, 305 γαλάζιο κλώθοντας μαλλί, θαυμάσιον, εις τον στύλον απιθωμένη, και όπισθεν αυτής κάθονται η δούλαις. και 'ς την φωτιά σιμά θα ιδής τον θρόνο του πατρός μου, 'π' αυτού πίνει καθήμενος, όμοιος των αθανάτων. ξεπέρν' αυτόν, τα γόνατα, συ πιάσε της μητρός μου, 310 αν θες για σε χαρμόσυνη και ογλήγορα να φέξη η ημέρα της επιστροφής, όθεν μακρυά και αν ήσαι. και αν ίσως και σ' ελεηθή και σ' αγαπήση εκείνη, θάρρου, θα ιδής τους ποθητούς, ογλήγορα θα φθάσης, 'ς το σπίτι το καλόκτιστον, εις την γλυκειά πατρίδα». 315
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν