United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά μ' ευρήκε » Βόλιτο μέτωπο ζεστό » Και μεςτη γη μ' αφήκε. » Τρέχουν μ' αρπάζουν τα παιδιά. » Και η ψυχή μου βγαίνει.» «'Σ το Μεσολόγγι, Μάρκο μου. » Θυμάσαι; 'ς το πλευρό σου » Πολέμησα!.» Χωρίς, χωρίς Να σηκωθή ο Γρίβας Ο Θοδωράκης · φώναξε, Άλλος νέος Αννίβας. « Και πόσαις μάχαις έκαμα » Μετά το θάνατό σου!...»

Ως τόσο ο παππά Κύριλλος ευρήκε τον Γιώργη τον μπακαλοκαφετζή, χοντρό και στιβαρό άνδρα, νέο ακόμα, στον αυλόγυρο του μαγαζιού του, να τραβά τον ναργιλέ του, ενώ η γυναίκα του ελατρευότανε μέσα.

ΧΟΡΟΣ Τι κάνεις; Τέτοια συμφορά σ' ευρήκε κι' όμως θέλεις τον ξένον σου να τον δεχθής, να τον φιλοξενήσης; ΑΔΜΗΤΟΣ Τάχα θα μ' επαινούσατε αν έδιωχνα τον ξένο από το σπίτι μου εδώ κι' από την πόλι; Όχι. Η συμφορά λιγώτερη βεβαίως δεν θα ήτο και μόνο εγώ αφιλόξενος θα ήμουν. Μέσα σ' τάλλα κακά που μ' ηύραν θάλεγε ο κόσμος πως ακόμη είμαι και αφιλόξενος και δεν τιμώ τους ξένους.

Μαννούλα μου, άκουσε με που σε φωνάζω, μάννα μου, 'σαν το πουλάκι που πέφτει εις της μάννας του το στόμα. ΑΔΜΗΤΟΣ Την φωνάζεις αδίκως, δεν ακούει πια ούτε και βλέπει. Έτσι η ίδια μαύρη συμφορά ευρήκε και τους δυο μας. ΕΥΜΗΛΟΣ Πολύ μικρός, πατέρα μου, μένω ορφανός στον κόσμο• τι έπαθα, και συ, αδελφή μου, τι έπαθες μαζί μου!

Άλλο δείγμα βρίσκεται στο Θεοφάνη, εκεί που περιγράφει τον τρόπο που πείραζαν οι Πράσινοι το δύστυχο εκείνονα πούμοιαζε του Μαυρίκιου, και που αφού τονέ φορέσανε «σαγίον μαύρον» και τονέ στεφανώσανε με σκόρδα, τονέ καθίσανε σε γαδούρι και του φώναζαν· «Εύρηκε την δαμαλίδα απαλήν, και ως το καινόν αλεκτόριν ταύτη πεπήδηκεν, και εποίησε παιδία ως τα ξυλοκούκουδα.

Άφεγγ' η νύκτ' ήλθε κακή, και όλ' έβρεχεν ο Δίας, και πάντοτ' υγρός Ζέφυρος ολονυκτής εφύσα. τότε ομιλώντας τον βοσκόν δοκίμαζ' ο Οδυσσέας, αν, όπως τον αγάπησε, θα του 'διδε μιαν χλαίνα 460 δική του, ή καν θα πρόσταζε εις έναν των συντρόφων• «Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσατέ με• λόγον θα ειπώ περήφανον τι το κρασί με σπρώχνει, 'που και τον γνωστικώτερον τρελλαίνει, και κινάει να ψάλνη, να γελοκοπά, και να πηδοχορεύη, 465 και γεννά λόγον 'π' άλεκτος άμποτε να 'χε μείνει. αλλ', αφού το ξεστόμισα δεν θα το κρύψω πλέον. αχ! την νεότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία, ότε καρτέρι, εστήναμετην Τροίαν αποκάτω. ο Ατρείδης ο Μενέλαος και ο θείος Οδυσσέας 470 εστρατηγούσαν και αρχηγόν επήραν εμέ τρίτον. και ότετην πόλι φθάσαμε καιτο υψηλό της τείχος, αυτού τριγύρωτα πυκνά χαμόδενδρα, ς' του βάλτου ταις καλαμιαίς, κειτόμαστε, ς' τα όπλα μας κρυμμένοι. και η νύκτα, αυτού μας εύρηκεν, ως έπεσε ο Βορέας, 475 κακή, με πάγο, κ' έρριχνε χιόνι, ως την πάχνη κρύο, ώστε κρουστάλλι ολόγυρα κολλούσε εις ταις ασπίδαις. και όλ' είχαν τους χιτώναις τους οι άλλοι και ταις χλαίναις, και αναπαυόνταν ήσυχοι κάτω από ταις ασπίδαις. αλλ' εγώ των συντρόφων μου την χλαίνα μ' είχ' αφήσει, 480 ο αστόχαστος, όπ' έλεγα 'που δεν θα ξεπαγιάσω• μόνον το ζώσμα το λαμπρό και την ασπίδα επήρα. αλλάτο τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν, με τον αγκώνα εκίνησα εγώ τον Οδυσσέα, 'που 'χα σιμά μου• προσοχή μου 'δωκ' ευθύς εκείνος• 485 «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, νεκρόνολίγο θα με ιδής• τι με νικά το κρύο. χλαίναν δεν έχω• και ο θεός μ' εγέλασε να μείνω με τον χιτώνα• τώρα πλειά πώς θα σωθώ δεν βλέπω». και εν ώ 'λεγα, τον στοχασμόν τούτοντο νου του ευρήκε 490 αυτός, όπ' ήταν θαυμαστόςτην σκέψι καιτην μάχη• και με λεπτότατη φωνή μου είπε• «σίγα τώρα, μη κάποιος των Αχαιών σ' ακούση»• και κατόπι εις τον αγκώνα στήριξε την κεφαλή του κ' είπε• «ω φίλοι, ακούτ'• ο όνειροςτον ύπνο μου 'λθε ο θείος• 495 από τα πλοία βγήκαμε μακράν πολύ• και ας πάη κάποιος του Αγαμέμνονα να ειπή του πολεμάρχου, στράτευμα περισσότερον να στείλη απ' τα καράβια». Είπε, κ' ευθύς ο Θόαντας σηκώθ' ο Ανδραιμονίδης, και την πορφυρή χλαίνα του πετώντας, εις τα πλοία 500 έτρεξε• κ' εγώ πρόσχαρος μέσατο φόρεμά του πλάγιαζα, κ' η χρυσόθρηνη Ηώτον κόσμο εφάνη• τώρ' αχ! την νειότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία, καιτα μανδριά θα μώδινε κάποιος βοσκός μιαν χλαίνα, γι' αγάπη και για σεβασμόν προς άνδρα επαινεμμένον• 505 αλλ' αψηφούν με, ότι θωρούν 'που 'μαι κακοενδυμένος».

ΜΗΤΗΡ. Ετρελλάθηκες, παιδί μου Φίλιννα, ή τι έπαθες εις την χθεσινήν διασκέδασιν; Ο Δίφιλος ήρθε και μ' ευρήκε πρωί πρωί και με δάκρυα μου διηγήθη όσα του έκαμες.

Τόμ' σ' απείκασα μονοκοπανιάς σ' εγρούνισα! . . . Μα δε ξέρ'ς τίποτε, κυρά Γιαννού μ'! — Τι τρέχει παιδί μου; — Μεγάλο ζαράρι μ' ευρήκε, να' χω το συμπάθεια, θεια Γιαννού! Τρανό, άτυχο ντέρτι!

Αλλά ποίον θα είναι το αποτέλεσμα; Σωκράτης. Όταν έχωμεν εμπρός μας μικρά παιδία, πρέπει να ειπούμεν ότι αυτό το δοχείον είναι κενόν, εις την θέσιν δε των πουλιών να φαντασθώμεν τας επιστήμας. Και οποιανδήποτε επιστήμην αποκτήση κανείς και την κλείση μέσα εις το περίφραγμά του, πρέπει να λέγη ότι έμαθε ή ευρήκε το πράγμα εκείνο εις το οποίον ασχολείται εκείνη η επιστήμη, και αυτό είναι επιστήμη.

Το απλοϊκόν πνεύμα του Φιλίππου εφαίνετο αρεσκόμενον εις την αντίθεσιν, ήτις υπήρχε μεταξύ του μεγαλείου της αποστολής του Χριστού και της ταπεινότητος της καταγωγής του. «Ον έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν». Και τις ήτο εκείνος τον οποίον ευρήκε; Κανείς νεαρός ηγεμών της δυναστείας του Ηρώδου; Νεαρός τις Ασμοναίος ιερεύς; Φωτεινόν τι πνεύμα εκ των σχολών του Ιλλήλ και του Σαμμαΐ; Όχι, ήτο μόνον «ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ, ο από Ναζαρέτ».