United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γυνή, ζαλισμένη, παραλογισμένη, συμπλέκουσα τας χείρας εν απορία, εν τρόμω, εν αγωνία, με ασθενή φωνήν είπε·Μα πούναι ο πατέρας τους; — Εμένα 'ρωτάς; είπεν η Γιαννού. — Δεν φωνάζεις; . . . Δεν μπορώ να σκούξω, δεν έχω καρδίτσα, χριστιανή μου . . . Ίσως να είναι αποκάτω, στο χωράφι.

Τι έχεις και φωνάζεις; Εγώ δεν ήξευρα τι να είπω· εν τοσούτω απήντησα·Φωνάζω εγώ την κατσίκα μου, τη Μοσχούλα! . . . Με σένα δεν έχω να κάμω. Καθώς ήκουσε την φωνήν μου, έκλεισε το παράθυρον κ' έγεινεν άφαντη. Μίαν άλλην ημέραν με είδε πάλιν από το παράθυρόν της εις εκείνην την ιδίαν θέσιν.

Μα αλήθια αφτός δεν έχει 240 λίγη, Αγαμέμνο, μέσα του χολή, μον παραβλέπει· αλλιώς, αφτή σου η αρπαγή θενάταν κι' η στερνή σουΌμως εκεί τον αρχηγό που τον κακολογούσε, να κι' ο Δυσσέας στη στιγμή προφταίνει και του ρήχνει μια άγρια ματιά, και με θυμό τού σταματάει τη γλώσσα 245 «Θερσίτη παλαβόστομε, που ξέρεις να φωνάζεις, στάσου, και μόνος μη ζητάς μ' εμάς να λογοφέρνεις!

Ο ψαράς που ακούει αυτά τα λόγια έλαβεν ολίγον θάρρος και λέγει· πνεύμα άλαλον και πονηρόν, τι φωνάζεις τον Σολομώντα που αφ' ότου απέθανεν έως την σήμερον είνε περασμένοι σχεδόν χίλιοι οκτακόσιοι χρόνοι; Σε εξορκίζω εις το όνομα του μεγάλου Προφήτου, να μου δηγηθής διά ποίαν αιτίαν ήσουν κλεισμένον μέσα εις τούτο το αγγείον.

Τι κάνεις, Μιλάχρω; — Δε περιμένεις, θαπώ, να ξεφουρνίσω, μόνε φωνάζεις! Είπε μετά ετοιμότητος η Μιλάχρω, εννοήσασα το λάθος της και εισαγάγουσα ταχέως την μακράν χείρα της, μαυρισμένην και ψημένην ως φουρνόξυλο, εξήγαγε το λησμονηθέν ταψίον, το οποίον τώρα είδε: — Δε ξέρω εγώ τη δ'λειά μ'!

Μαννούλα μου, άκουσε με που σε φωνάζω, μάννα μου, 'σαν το πουλάκι που πέφτει εις της μάννας του το στόμα. ΑΔΜΗΤΟΣ Την φωνάζεις αδίκως, δεν ακούει πια ούτε και βλέπει. Έτσι η ίδια μαύρη συμφορά ευρήκε και τους δυο μας. ΕΥΜΗΛΟΣ Πολύ μικρός, πατέρα μου, μένω ορφανός στον κόσμο• τι έπαθα, και συ, αδελφή μου, τι έπαθες μαζί μου!

Σωτηριάδη πώς θα γράφη τον πατέρα ; Θα τον κάμη ο πατερός, του πατερού , ή θα τον αφήση ο πατέρας, του πατέρα , δηλαδή όπως τον έχουμε από τώρα; Υποθέτω, θα τον αφήση. Τότες, τι καταλάβαμε; Σωτηριάδη. Κ' είχε δίκιο. Είναι ανοησία. Τίποτις άλλοαφού νόημα δεν έχει. — Ανοησία; Να πάλε και τα συνηθισμένα μας. Αρχίζεις πάλε και φωνάζεις. — Φωνάζω, τι να κάμω; Φαρμάκια να στάζω; — Τίποτα, φίλε μου.

Ο ήλιος έκαιε, εσήμαινεν η εκκλησία, οι χωρικοί φορεμένοι τα καλά των επήγαιναν να λειτουργηθούν, και πηγαίνοντες έβλεπαν τον μικρόν Κλώσον να οργώνη με τα πέντε άλογα. Εκείνος δε ήτο καταχαρούμενος, και ωδηγούσε τα άλογα και εφώναζε: «Εμπρός και τα πέντε μου!» — Τι φωνάζεις και τα πέντε μου; του έλεγεν ο μεγάλος Κλώσος. Το έν μόνον είναι ιδικόν σου.

Κατάφερε και οικονόμησε δυο κουβάδες, τους γέμισε νερό, και ύστερα διάλεξεν ένα κατάλληλο μέρος κοντά στον εργάτη. Ο κληρωτός ακολουθούσε. — Δε μου λες, ξεύρεις να πλαίνεις; Ρώτησεν ο Ρένας., Αμ πού να μάθεις! Μήπως έπλαινες συ τα ρούχα σου σπίτι σου.,, Λοιπόν δω στο Ναυτικό πρέπει να φωνάζεις, να σπρώχνεις, να κάνεις τον άγριο· όχι να στέκεσαι με δεμένα τα χέρια.

Μα κι' έτσι τους συντρόφους μου τους στέλνω ομπρός, κι' ατός μου τρέχω μ' οχτρούς να χτυπηθώ· ωστόσο εγώ δεν έχω δικό μου εδώ ν' αρπάξουν βιός, γυναίκες μου να πάρουν. Κι' εσύ μου στέκεις, μήτε καν φωνάζεις στ' άλλο ασκέρι 485 να μείνουν και τα τέρια τους απ' τη σκλαβιά να σώσουν.