Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Η γυνή, ζαλισμένη, παραλογισμένη, συμπλέκουσα τας χείρας εν απορία, εν τρόμω, εν αγωνία, με ασθενή φωνήν είπε· — Μα πούναι ο πατέρας τους; — Εμένα 'ρωτάς; είπεν η Γιαννού. — Δεν φωνάζεις; . . . Δεν μπορώ να σκούξω, δεν έχω καρδίτσα, χριστιανή μου . . . Ίσως να είναι αποκάτω, στο χωράφι.
Η κοσμούρα πάλιν του Ζαππείου, ως έλεγε γραφικώς η γραία, την κατεζάλιζεν ολότελα και έκαμνε τόσους σταθμούς εις τα καθίσματα της δενδροστοιχίας, έως ου επανέλθη εις την οικίαν της, ως ζαλισμένη κόττα, παραπαίουσα, ενώ ο κόσμος, έλεγεν, ως κύματα επηγαινοήρχοντο, κύματα θαλάσσης· κ' εσάλευεν η γραία, κλυδωνιζομένη επί του πρασίνου εδράνου, υπό τας πιπερέας, αι οποίαι εκινούντο, της εφαίνετο, ως πολυέλαιοι εις τας εκκλησίας.
Η γραία όμως μητέρα της νευρική και οξύθυμος, ως είνε αι γερόντισσαι, την επίστευσε την κακόβουλον φήμην, και χωρίς να γνωρίζη η κόρη της, ένα βράδυ, νηστική, ζαλισμένη, απεφάσισε να υπάγη εις τον γέροντα τον καπετάν-Μαμμή και να τον ικετεύση να χαλάσουν τα μάγια αλλ' από τον πόνον της ωμίλησε με αυθάδειαν κάπως. — Δεν 'νομάζεις Θεό, καπετάν-Μαμμή; Είπε κλαίουσα η γραία.
Ζαλισμένη από την ανιαρή κ' εποικοδομητική κουβέντα εκείνων που δεν έχουνε μήτε το πνεύμα της υπερβολής μήτε το δαιμόνιο της ρομάντσας, κουρασμένη από τους νοήμονες που οι αναμνήσεις τους στηρίζονται πάντα στο μνημονικό και τα λόγια τους όλο και περιορίζονται από την πιθανότητα και κάθε ώρα και στιγμή ενδεχόμενο να επιβεβαιωθούν από τον πρώτον τυχόντα απλοϊκώτατον φιλισταίον, η Κοινωνία αργά ή γρήγορα θα γυρίση πίσω στον χαμένον οδηγό της, τον μορφωμένο και γόητα ψεύτη.
Η δε Θωμαή, ζαλισμένη από την τρομακτικήν εκείνην αφύπνωσιν, απώθησε τας χείρας εκείνας αίτινες την περιεπτύχθησαν εις τον ύπνον της, τα χείλη εκείνα τα οποία την εφίλησαν εις το όνειρόν της, και εψιθύριζεν ακόμη εν ταραχή. — Παναγία μου! Πού είμαι;
Η νεάνις ανέπνευσε και ώδευσε προς την οικίαν της, παραπατούσα όμως ακόμη, ως ζαλισμένη κόττα, και βλέπουσα πάντοτε εμπρός της μίαν εικόνα καλήν, τον εύμορφον κορμόν του καπετάν-Μοναχάκη, του σημαδιακού μοναχογυιού του καπετάν-Μαμμή. Πού να τσουρμάρη πλέον ο μοναχογυιός, και πού να φύγη! — Βάλε μια οκά! και βάλε μια οκά!
Νομίζεις πως την έστειλεν επίτηδες ο Θεός για να μας συνηθίση στη νύχτα του τάφου. Άξαφνα εκεί που ετρομπάριζα ακούω τον ναύκληρο κάτι να σφυρίζη στο αυτί του καπετάνιου. Αυτιάζομαι. Οι παλαιοί ναύτες του καραβιού έλειπαν όλοι. Ακόμη έμαθα πως το μπάρκο ήταν Ιταλικό κ' ευθύς μου ήρθαν της νύχτας οι φωνές, που μέσα στον αναβρασμό τους έδινε την έννοια που ήθελε η ζαλισμένη φαντασία μου!
Είσαστε η χαρά προσωποποιημένη. ΛΕΛΑ — Χίλια χρόνια! Έστω! Χίλια! Εβίβα ανθυπολοχαγέ. Οι παραπάνω, ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Κυρίες και Κύριοι, η θεατρίνα σας ζητεί συχώρεση. Είναι πολύ ζαλισμένη και δε θα μπορέση να παραστήση. Αναβάλλεται γι' αύριο το απόγεμα. ΟΛΟΙ — Α! α! Τι κρίμα, τι κρίμα! Γιατρέ, γιατρέ, τι μας κάματε με τη βελονίτσα σας. Η καϋμένη η θεατρίνα. Ποιος ξέρει τι έχει. Πηγαίνω να ιδώ.
Την στιγμήν εκείνην η θεια-Αννούσα, θαρρούσα ότι οι δύο εκείνοι άνδρες θα προσπεράσουν προς την πρώραν, έκαμνε την προσευχήν της να κατακλιθή και αυτή και ησυχάση, ζαλισμένη από την αέναον κίνησιν των επιβατών και εκ των υποχθονίων κρότων, ως να εκρημνίζοντο σπίτια κάτω εις το κύτος του πλοίου αλλ' ο ξένος, ον ωδήγει ο γηραλέος ναύτης, αντί να προσπεράση, εστάθη εκεί, εκάθισεν επί του κυλίνδρου των καραβοσχοίνων μετά θάρρους, και κύψας ανηρεύνα τα χαρακτηριστικά της θεια-Αννούσας.
Και επεχείρει εκ νέου, αλλά πάλιν η γλώσσα της επρόσκοπτεν εις τον ανυπέρβλητον σκόπελον. Τότε δε έλεγεν αλλ' αντ' άλλων, ως ζαλισμένη, και τα μάτια της οτέ μεν έσβυναν, οτέ δε εξέπεμπαν λάμψεις πυρετού. Αλλ' ο Μανώλης ούτε εμάντευεν, ούτε έβλεπε τίποτε από την μεγάλην εκείνην τρικυμίαν. Είχεν άλλως τε και αυτός την ιδικήν του τρικυμίαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν