United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εκάλεσε τον επιστάτην. Ο Χίλων έδραξε σπασμωδικώς τα γόνατα του Βινικίου και με το πρόσωπον κάτωχρον. — Δέσποτα! δέσποτα! .. Είμαι γέρων . . . Πεντήκοντα ραβδισμοί αρκούν . . . Εκατόν, όχι τριακοσίους! Έλεος! Έλεος! Ο Βινίκιος τον απώθησε και έδωκε την διαταγήν.

Ω φύγε φύγε, ούτε να σ' ακούσω θέλω . . . τι φρίκη! — Ποτέ, ποτέ δεν θα φύγω, αν δεν λάβω μίαν απάντησιν, μίαν υπόσχεσιν. — Καμμίαν άλλην απάντησιν δεν έχεις ν' ακούσης, παρά ότι μου προξενείς φρίκην! τ' ακούεις; φρίκην! Και πεσούσα επί του ανακλίντρου, ανελύθη εις δάκρυα. Εκείνος εκυλίετο εις τους πόδας της ασθμαίνων, έξαλλος . . . Εκείνη τον απώθησε και ηγέρθη.

Ο Κουμπής απώθησε τα στέφανα επί της τραπέζης, κάτω της Αγίας εικόνος, έκαμεν ένα σταυρόν, κ' έδωκε την χείρα εις την Λελούδαν. — Έλα, αγάπη μου. Η κόρη εσηκώθη μηχανικώς. Ούτε ήθελεν, ούτε ηδύνατο ν' αντισταθή. Εστάθη εκείνος δεξιά, και αύτη αριστερά, αντικρύ της εικόνος. — Τώρα θα μας κάμης πατριαρχικόν γάμον, δέσποτα, όπως συνηθίζουμ' εμείς στο Φανάρι.

Έλα λοιπόν, κόρη, είπεν ο &άρχων&, λαβών την χείρα της νέας. Μη συστέλλεσαι. Να μας είπης μόνον πού θέλεις να σε φέρωμεν. Εις την επαφήν της χειρός εκείνης, η Αϊμά ησθάνθη παράδοξον φρικίασιν. Απώθησε την χείρα, και ετράπη εις φυγήν, αφήσασα εκπλήκτους τους δυο ανθρώπους. — Πού υπάγεις, κόρη; έκραξεν ο &άρχων&. — Θα είνε τρελή, είπεν ο Θεόδωρος.

Εις το μέρος λοιπόν τούτο ενικήθησαν οι Βοιωτοί και κατέφυγαν προς εκείνους, οι οποίοι ακόμη επολέμουν· αλλά το δεξιόν κέρας, όπου ήσαν οι Θηβαίοι, ενίκησε τους Αθηναίους, τους απώθησε και τους εκυνήγησε κατ' αρχάς βραδέως. Διά να βοηθήση δε ο Παγώνδας το καταβαλλόμενον αριστερόν κέρας, έστειλε κρυφίως δύο ίλας ιππικού περί τον λόφον.

Σφίγγων με τον ένα βραχίονα την νεάνιδα επί του στήθους του, διά της άλλης χειρός απώθησε βιαίως τον γέροντα, όστις του έφραττε τον δρόμον· αλλ' εις το κίνημα τούτο η κουκούλα του κατέπεσε και η Λίγεια εις την θέαν της μορφής ταύτης, την οποίαν εγνώριζε καλά και ήτις την στιγμήν εκείνην ήτο τρομερά, ησθάνθη το αίμα της να παγώνη. Ηθέλησε να φωνάξη βοήθειαν και δεν ηδυνήθη.

Ο Φρουμέντιος, έχων προ εαυτού την Ιωάνναν θώρακα ασφαλή κατά παντός πειρασμού, απώθησε διά του σχοινίου της ζώνης του τας αναιδείς προτάσεις των λυσιζώνων εκείνων σειρήνων, αφ' ων απεμακρύνθη σφίγγων την φίλην του εις τας αγκάλας ως οι ασκηταί τον Σταυρόν, οσάκις επειράζοντο υπό του δαίμονος της σαρκός.

Αλλ' εν τω μεταξύ και ο Μανώλης είχε δυνηθή να ανασυντάξη το θάρρος του· και έξαφνα, καθ' ην στιγμήν οι κτίσται ήσαν έτοιμοι ν' αρχίσουν να γελούν διά την δειλίαν του, τους απώθησε και αρπάσας πτύον έδραμε κατόπιν του Τερερέ· τον επρόφθασε δε εις τα πρόθυρα της κατοικίας του. — Στάσου, μωρέ σακάτη, του εφώναξε, να ξαναβγάλης το μαχαίρι!

Ο αγαπώμενος λοιπόν, επειδή λατρεύεται ως άλλος Θεός υπό του εραστού του έχοντος ειλικρινή και όχι υποκριτικήν αγάπην, είναι και αυτός φυσικά φίλος προς τον λάτρην του, αν και προηγουμένως υπό των συμμαθητών του και των άλλων είχεν ακούσει διαβολάς ότι είναι αισχρά πράξις να πλησιάζη εραστήν, και αν και ένεκα των λόγων αυτών απώθησε τον εραστήν τούτον· αλλά με την παρέλευσιν του χρόνου η ηλικία και το μοιραίον τον φέρουν εις το σημείον ώστε να δεχθή την συναναστροφήν του.

Ο Μανώλης είχεν ήδη εννοήσει αρκετά, ως εφανέρωσε το ερύθημα του προσώπου του, αλλ' όταν ήκουσε και την τελευταίαν εξήγησιν, εις τοιαύτην αμηχανίαν τον έφερεν η χαρά και η εντροπή, ώστε απώθησε την μητέρα του λέγων: — Δε θέλω παντριγιές κιάφησέ με, ναι! Αλλ' ενώ ήθελε να φανή θυμωμένος, προδότης γέλως έλαμπεν εις το πρόσωπόν του. — Δε θέλεις λέει; ανεφώνησε γελών ο Σαϊτονικολής.