United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατ’ άλλους πάλιν το θαύμα ανεβλήθη μέχρι της επιούσης πρωίας, καθ' ην μάτην επερίμενον οι κάτοικοι της αιωνίου πόλεως το άστρον της ημέρας• ώστε η νυξ εκείνη υπήρξε τριπλή, ως ότε ο Ζευς εφύτευσε τον Ηρακλήν αλλ' αμφιβάλλω αν εύρεν αυτήν μακράν η Ιωάννα, διότι κατά τον Σολομώντα: «Ά δ η ς κ α ι π υ ρ κ α ι έ ρ ω ς γ υ ν α ι κ ό ς ο ύ μ η ε ί π ω σ ι ν α ρ κ ε ί».

Ο τυφλός έμενε απαθής, ακίνητος πίσω από το πονεμένο του προσωπείο. Καθισμένοςδεν ξάπλωνε ποτέμε τα χέρια γύρω από τα γόνατα, με τα μεγάλα κίτρινα δόντια του να λάμπουν στην ανταύγεια της φωτιάς, με τα σκούρα του βλέφαρα χαμηλωμένα, συνέχιζε να διηγείται τις ιστορίες του. «Πρέπει να ξέρεις πως χρειάστηκαν δεκατρία ολόκληρα χρόνια για να χτιστεί το σπίτι του Βασιλιά Σολομώντα.

Ο ψαράς που ακούει αυτά τα λόγια έλαβεν ολίγον θάρρος και λέγει· πνεύμα άλαλον και πονηρόν, τι φωνάζεις τον Σολομώντα που αφ' ότου απέθανεν έως την σήμερον είνε περασμένοι σχεδόν χίλιοι οκτακόσιοι χρόνοι; Σε εξορκίζω εις το όνομα του μεγάλου Προφήτου, να μου δηγηθής διά ποίαν αιτίαν ήσουν κλεισμένον μέσα εις τούτο το αγγείον.

Χανούμισσαι του Δον Ζουάν, βασίλισσαι μεγάλαι, φανήτε ως τας τρεις θεάς αχίτωνες εμπρός μου· όπου κι' αν ήσαι, Μούσα μου, γυναίκας πάντα ψάλλε, ιδού οι μόνοι άγγελοι κι' αυτού και τάλλου κόσμου· Δεν είναι άλλα πιο καλά 'στο κόσμο προϊόντα, αυταί ποτίζουν τους θνητούς σταγόνας αμβροσίας, και αν θαυμάζουν ως σοφόν πολλοί τον Σολομώντα, εγώ για τας χιλίας του τον 'θαύμασα κυρίας.

Πήγα μέχρι την Ανατολή όπου υπήρχε ο ναός και το σπίτι του Βασιλιά Σολομώντα…. Το σπίτι αυτό ήταν όλο από χρυσάφι, με πόρτες που είχαν πόμολα χρυσά σε σχήμα ροδιού… και τα πιάτα και οι κανάτες ήτανε χρυσά, ακόμη και τα κλειδιά και οι αμπάρες που κλείνανε τις πόρτες ήταν χρυσά…»

Το κατ’ εμέ εις ουδεμίαν ανήκων σχολήν προτιμώ να πιστεύσω το πράγμα όπως το ανέγνωσα, διότι κατά τον Σολομώντα ο «ά κ α κ ο ς π ι σ τ ε ύ ε ι, π α ν τ ί λ ό γ ω ».

Έπειτα άρχισε να περιγράφει το ναό και τα ανάκτορα του Βασιλιά Σολομώντα. Ο Τσουανατόνι αποκοιμήθηκε κι εκείνος ανιστορούσε ακόμη. Έξω τα καλάμια θρόιζαν τόσο βίαια που έμοιαζε να δίνουν μάχη. Την αυγή, βγαίνοντας από την καλύβα ο Έφις είδε πράγματι εκατοντάδες από αυτά να κρέμονται σπασμένα, με τα μακριά φύλλα τους σκορπισμένα καταγής σαν σπασμένα σπαθιά.

Σκοτεινή και χλιαρή, με τους τοίχους της απομακρυσμένους, μ’ ένα φόντο μυστηριώδες σαν βοσκοτόπι τη νύχτα. Το αηδόνι τραγουδούσε, ο τυφλός έλεγε την ιστορία του χρυσού παλατιού του Βασιλιά Σολόμωντα. «…. όλα ήταν χρυσά, όπως στον κόσμο της αλήθειας∙ όλα ήταν καθαρά, αστραφτερά. Χρυσά ρόδια, χρυσά δοχεία, χρυσές ψάθες…»

Της άξιζαν τα εγκαίνια που της έκαμαν τέτοιας μεγαλόπρεπης εκκλησιάς. Αλύπητα μοιράστηκαν τα δώρα τη μέρα εκείνη. Ανάστατη όλη η Πόλη ακολουθώντας τη λαμπρή συνοδιάβασιλέα, πατριάρχη, αυλικούς κι αρχόντους, από το παλάτι ως το ναό. Πρώτος ξεπέζεψε ο Ιουστινιανός και μπήκε, προχώρησε ως τον άμπωνα, δόξασε το Θεό που τέλειωσε το μέγα του έργο, και φώναξε από τη χαρά του «Σε νίκησα Σολομώντα».