United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξέρουμε όμως πως ψαλίδισε αλύπητα τα φτερά τους όταν τους έκοψε προνόμια και μιστούς, και ξανάστησε το νόμο που απαγόρευε ετερόδοξους να παίρνουν πολιτικά αξιώματα.

Όσο στον πόλεμο ως εννιά ή κι' ως χιλιάδες δέκα άντρες φωνάζουν πιάνοντας κονταροκόπι τ' Άρη, τόση φωνή απ' τα στήθια του της γης ο τραντοσείστης 150 έβγαλε εκεί και γιόμισε κάθε Αχαιού τα σπλάχνα με φρένια, για να πολεμάν κι' αλύπητα να σφάζουν.

Μήτε σπαθί μήτε τουφέκι δεν πήρε στο χέρι του. Μα έπιασε μπόμπα με το φιτίλι της αναμμένο. Ξέσπασε η μπόμπα παράκαιρα, κι ανέβηκε ο άγιος ο πατέρας στον ουρανό, δίχως να στείλη και τους Έξ' από δω στην πατρίδα τους. Τα ξέρεις όλα. Δε χρειαζότανε δα και πολλή σφαγή να τους ησυχάσουν τους Πολίτες οι Τούρκοι! Νισάφι δεν τόκαμαν οι Τούρκοι το αίμα τους. Αλύπητα τόχυσαν.

Τηνέ μοίραζε αλύπητα στο λαό του ο Αθανάσιος. Αθώρητος βασίλευε και κυβερνούσε το ποίμνιο, κατατρεγμένο και βασανισμένο καθώς είταν από κακορρίζικο Βασιλέα.

Ο Έφις, που είχε ακουμπήσει το κεφάλι στην κολόνα του άμβωνα, τινάχτηκε από τ’ όνειρό του και ακολούθησε την ντόνα Έστερ που έβγαινε από την εκκλησία για να γυρίσει σπίτι. Ο ήλιος από ψηλά χτυπούσε τώρα αλύπητα το χωριουδάκι που ήταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά έρημο μέσα στο εκτυφλωτικό φως του ζεστού ήδη πρωινού.

Τότε ο Γιωργής της Θασίτσας μποτίλιες-μποτίλιες εκουβαλούσε το τσίπουρο, εν ώ ο κυρ-Μάρκος, ο πολυλογώτερος των δικολάβων, υπό τους ατμούς του καίοντος ποτού απήγγελλεν αλύπητα εγκώμια υπέρ του φίλου του πταισματοδίκου, αν ηθωόνοντο οι πελάται αυτού, ή αράδιαζε φοβερά κατηγορητήρια, αν κατεδικάζοντο.

Έπεφταν με δεμένα πίσωθε τα χέρια μπρος στα πόδια του· έσκαφταν με τη μούρη τους τα χώματα· έκλαιγαν, ετάραζαν, σπαραχτικά εθρηνούσαν·Ήμαρτον! κυρ-λοχία! Έλεος! του εφώναζαν· κ' εκείνος μανιακός, λες κ' έπαιρνε νέα δύναμη από τα κλάματά τους, λυσσασμένος, ακράτητος, ανέμιζε το σκοινί ψηλά, το εκατέβαζε, τανεβοκατέβαζε, κ' επελέκαγε, επελέκαγε αλύπητα, ακατάπαφτα, σκληρά, σωστό ανήμερο θεριό.

Μα αντίς να ρηνέψη τον κόσμο αυτή η Σύνοδο γέννησε νέα σκάνταλα, με το να ενεργήσανε οι Αυλικοί να συστηθή κόμμα μέσα της και να πολεμήση το Γρηγόριο, που δεν τους κατάτρεχε πιο αλύπητα τους Αρειανούς, μόνο και σα να πήγαινε από το μέρος τους.

Άλλο κακό του καιρού εκείνου που το πολεμούσε κι αυτό αλύπητα ο Χρυσόστομος είταν οι δεισιδαιμονίες που αλλού ιστορήθηκαν. Κ' επειδή από το κακό αυτό ζούσαν πάμπολλοι μάγοι κι αγύρτες, τους είχαν και τούτους μαζί τους οι αυλικοί, και δεν τους είτανε μικρή βοήθεια. Από τους λόγους πάλε που είχε ο Χρυσόστομος κηρυγμένους στην Αντιόχεια μαθαίνουμε άλλα.

Μας έζωσε η μπόρα στενά στενά ολόγυρα, μας έδερνε το νεροπόντι αλύπητα, μας έσπρωχνε ο άνεμος, μας φλώμοναν τα μάτια η αναλαμπές των αστραπών οπ' έσχιζαν τα σύγνεφα από χίλιες μεριές κι οπού γιόμοζαν τον αέρα με τη βαριά μυρουδιά της θιάφης, και μας ξεκώφεναν οι βρόντοι και τα ρεκάσματα κ' οι βρουχισμοί του ανήμερου αστραποπέλεκα, που πήδαε φλογερός και θανατοφόρος από κορφοβούνι σε κορφοβούνι κι από λογγιά σε λογγιά, κυνηγώντας τον Πειρασμό.