United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και την άκουγα να ξεσπά σε λυγμούς, σα να βρισκότανε σε μεγάλη αγωνία: Αν δεν είχα εσέ, πιστεύεις πως θα μπορούσα να ζήσω; Πόσο βάσταξε η εποχή αυτή δεν μπορώ να το θυμηθώ σωστά. Τη θυμούμαι μόνο σαν ένα μοναδικό φοβερό χειμώνα χωρίς χιόνι, σα μια μακριά σκοτεινή γραμμή στη ζωή μας, στη ζωή που μου φαινόταν άδεια και χωρίς νόημα.

Ανοίξατε την πορτίτσα σας εις την φτωχήν, την άμοιρην, την έρημην γρήτσα. Θα σας δώσω την ευχούλα μου, να τα χιλιάνετε, να τα μυριάνετε, να πάρετε τα χρονάκια μου, όχι τα βάσανά μου. Πάντα μοναχή, έρημη και σκοτεινή ζω εις αυτόν τον κοσμάκη. Δεν έχω ψωμάκι, δεν έχω λαδάκι, δεν έχω φαγάκι. Ανοίξατε την πορτούλα σας χριστιαναίς.

Σκοτεινή και χλιαρή, με τους τοίχους της απομακρυσμένους, μ’ ένα φόντο μυστηριώδες σαν βοσκοτόπι τη νύχτα. Το αηδόνι τραγουδούσε, ο τυφλός έλεγε την ιστορία του χρυσού παλατιού του Βασιλιά Σολόμωντα. «…. όλα ήταν χρυσά, όπως στον κόσμο της αλήθειας∙ όλα ήταν καθαρά, αστραφτερά. Χρυσά ρόδια, χρυσά δοχεία, χρυσές ψάθες…»

Ο Κατής βλέποντάς τον του είπε· αι, Χουλά, τι απόφασιν έκαμες; την χωρίζεις την γυναίκα σου, ή θέλεις να ξαναδοκιμάσης τον θυμόν μου ακόμη; εσύ πρέπει να στοχασθής, που είσαι ένας κακορίζικος, και δεν έχεις τον τρόπον να ζήσης μοναχός σου, και θέλεις να κρατήσης με το στανιό μίαν τέτοιαν κυράν; και πώς έχεις να την ζωοτροφήσης; Αυθέντη Κατή, απεκρίθη ο Κουλούφ, αν με στοχάζεσαι διά ένα κακορίζικον καθώς μου λες, λανθάνεσαι· επειδή και η γέννησίς μου δεν είνε τόσον σκοτεινή καθώς στοχάζεσαι· μα επειδή και ευρίσκομαι στενεμμένος από τες δυναστείες σου, κάνει χρεία να σου φανερώσω το ποίος είμαι.

Εις τον μικρόν εξώστην της παρακειμένης οικίας, ενώ η θύρα έμενε κλειστή, σκοτεινή μορφή ίστατο από τινων λεπτών της ώρας. Η σκοτεινή μορφή, ήτις δεν ήτο άλλη παρά η Ζυγαράκαινα, μήτηρ τεσσάρων υιών εκλογέων, κ.τ.λ., είδε την διά του ανοίγματος του παραθύρου προκύψασαν φαιδράν όψιν, την ανεγνώρισε, και εψιθύρισε προς αυτήνΤακούς, γειτόνισσα; — Τι ν' ακούσω, γειτόνισσα;

Του φάνηκε ότι βρισκόταν ακόμη στον προθάλαμο του σπιτιού του λιμενάρχη, ακίνητος, να περιμένει. «Λοιπόν, θα σας τα επιστρέψω το αργότερο αύριο», υποσχέθηκε ενώ σηκωνόταν. Και πήγε στου Μιλέζου να του πει ότι την επόμενη μέρα θα έφευγε. Κι εκεί, στο άνοιγμα της πόρτας φαινόταν η αυλή: λευκή, όπου την έλουζε το φεγγαρόφωτο, και σκοτεινή, όπου την σκίαζε η πέργολα.

Το φταίσμα είναι δικό σου. ΑΛΟΝΖ. Δικός μου και ο ακριβώτερος χαμός. ΓΟΝΖ. Κύριέ μου Σεβαστιανέ, της αλήθειας, που φλέγεις, λείπει κομμάτι ο ευγενικός ο τρόπος, και ο καιρός· τρίβεις την πληγή, ενώ έπρεπε να την γλυκάνης. ΣΕΒΑΣΤ. Εξαίρετα. ΑΝΤΩΝ. Και ωσάν άξιος χειρουργός. ΓΟΝΖ. Μαυρίλα έχομεν όλοι μας, Κύριε, όταν είσαι συγνεφιασμένος. ΣΕΒΑΣΤ. Μαυρίλα; ΑΝΤΩΝ. Μαύρη και σκοτεινή!

Και τώρα, το φθινόπωρο που, δες, έχει μαδήσει τη λεύκα και το αγιόκλημα, που φαίδρυνε κι εσέ πλάι σου το Μάη σαν άνθιζε, αμάδητα έχει αφήσει σε μόνο και τη θλίψη μου, χλομόμαυρε κισσέ. Και πεταλούδα, σκοτεινή ωσάν εσέ κι εκείνη, σα μιαν ακτίνα από κρυφή ν' αποζητά ομορφιά, στ' άχαρα φύλλα σου πετά κι εκεί τη θλίψη πίνει που της σταλάζει απ την υγρή και στείρα συννεφιά.

Και επήλθεν η νυξ ασέληνος και σκοτεινή, ο δε άνεμος έπνεεν ούριος, και έτρεχε το σκάφος και εγόγγυζεν η θάλασσα.

Κι αφού την κάμουν να στενάξη ηδονικά, να χάση τον ύπνο και να την αρπάξουν τα όνειρα κ' η συλλογή, τραβούν τον δρόμο τους για την άλλη, και απ' αυτή ύστερα για την άλλη ακόμα, σ' όλες πέρα, πέρα. Έτσι και κείνο το βράδι θα γίνουνταν μια καλή μπαντονάδα. Κι ως ότου νάρθουν τα μεσάνυχτα και πέρα ακόμα, η ώρα της γύρας, η παρέα έπρεπε να γλεντήση πολύ ακόμα μέσα στην σκοτεινή εκείνη ταβέρνα.