United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις τοιαύτας παρεδίδοντο μελαγχολικάς σκέψεις, ότε ο κώδων του όρθρου ενεθύμισεν αυτοίς τον επικείμενον κίνδυνον. Η νυξ ήτο σκοτεινή και οι σταύλοι εγγύς, εν αυτοίς δ’ έζη ακόμη ο καλός εκείνος όνος, όστις προ επτά ετών είχε μετακομίσει εις Φούλδαν την Ιωάνναν.

Στου χωριού τα σύγυρα, στα παρακήπια πέρα, ξέμακρα από τα σπίτια τάλλα, και από της Θειά-Χρηστίτσας το φτωχικό ξωμάχι ξέμακρα, ανάπλαγα στο λόγκο τον πυκνό, στη ρίζα μιανής φράχτης· αργό κι ανάριο, πουπουλένιο, σπιθωτό αριόπεφτε, αριόπεφτε τάλλο πρωί το χιόνι, να στρώση απάνωθέ της πλάκα μαρμαρόχυτη, λεφκή σαν την αγγελική καθάρια την ψυχούλα της, που σε μια νύχτα σκοτεινή ήρθε να ιδή τον κόσμο, και σε μια νύχτα πάλι σκοτεινή, δίχως να ιδή το φως ούτε στιγμή, τον άφησε·αριόπεφτε, αριόπεφτε τάλλο πρωί το χιόνι, να κρύψη, να ζεστάνη μες τους κόρφους του, θερμότερους απ του πατέρα της την άσπλαχνην αγκάλη, τ' αθώο παγωμένο μνηματάκι της μικρούλας της νεκρής·αριόπεφτε, αριόπεφτε τάλλο πρωί το χιόνι, να χώση μες τα τρίσβαθα τα Τάρταρα, αβλόγητον και αβάφτιστον αμαρτωλόν καρπό, της αμαρτίας της διπλής, πατέρα δυο φορές αμαρτωλού, που από της μαβρομάνας την κοιλιά και την αγκάλη το άρπαξε, για να το βάλη το άφταιγο μωρό συζώντανο στη σπλαχνική την παραμάνα όλων μας. .

Έχω ακούσει εγώωωω! Είπεν ένας μπαλωμένος θερμαστής, ενώ οι άλλοι τον κοροϊδεύανε. — Μουσικές αναμνήσεις από την Ιταλία, σεγοντάρησεν άλλος. Στην πλώρη ετοιμάζανε τις μπίγες, τα ζεμπίλια, τα φτιάρια, τα παλάγκα, τα καραβόπανα, για τη συνέχιση της πρωινής ανθράκεψης. Εδώ η μουσική ήτανε χοντρή, βαρειά, σκοτεινή, στάζοντας ίδρωτα και βαρυγκομιά. Μουσική τονισμένη αποκλειστικά για τους ναύτες.,,

Αθάνατοι δεν είναι. Λοιπόν και συ κάμε καρδιά. Απόψε, πριν αρχίση μέσ' 'ς ταις καμάραις να πετά τυφλά η νυκτερίδα, πριν κράξη τον ασκάθαρον η σκοτεινή Εκάτη το νυσταγμένον σήμαντρον της Νύκτας να βοΰση, πράγμα φρικτόν και φοβερόν θα γείνη! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τι θα γείνη;

Έπειτα βρήκαν το καπέλλο του επάνω σ' ένα βράχο που βλέπει στην κατωφέρεια του λόφου κατά την κοιλάδα και είνε ακατανόητο πώς ανέβηκε εκεί τη σκοτεινή και βροχερή νύκτα χωρίς να πέση. Έπεσε στο κρεββάτι του και κοιμήθηκε πολύ. Ο υπηρέτης τον βρήκε να γράφη όταν το πρωί στο κάλεσμά του τού έφερε τον καφέ.