Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Μόλις εκείνος απομακρύνθηκε, κοίταξε τριγύρω της και κατέβηκε μέχρι το σπιτάκι της γριάς Ποτόι. Η μικρή πόρτα ήταν ανοιχτή, αλλά στο εσωτερικό ήταν σκοτάδι και μόνο μετά το δειλό κάλεσμα της Νοέμι η γριά έκανε την εμφάνισή της μέσα από το πυκνό σκοτάδι της τρώγλης κρατώντας ένα δαυλί αναμμένο. Το κοκκινωπό αμυδρό φως έκανε να σπιθοβολούν τα κοσμήματά της. «Θεια-Ποτόι, εγώ είμαι.
Εφανέρωσα της κυράς το κάλεσμα, που ο Ναμαράς μου έκαμεν, η οποία το έλαβεν εις τόσην χαράν που με έκαμε να μείνω βλέποντάς την να χαρή τόσον. Μη χάσης καιρόν, μόνον αύριον να υπάγης μου είπεν αυτή, και ενθυμήσου ότι ωσάν απογευθής να τον καλέσης και εσύ εδώ να γευματίση και άφησε εμένα την επιστασίαν, να κάμω την ετοιμασίαν.
Πριν όμως πατήση στη βάρκα πισογυρίζει και κρεμά στην αριστερή μασχάλη χρωματιστό μεταξομάντηλο και παίρνει στο χέρι γαρουφαλοκέντητο πορτοκάλι. Το ένα γάμου κάλεσμα, το άλλο συμπεθεριάς σημάδι. — Γεια σας κ' ήρθα, λέγει της γριάς. Είμαι ο καπετάνιος της «Κυραδέσποινας» που άρραξε προχτές στο νησί σας. Τ' όμορφο καράβι ταιριάζει με όμορφη καπετάνισα. Ήρθα να πάρω το Λενιώ γυναίκα μου.
Βλέπετε που είχα κάμποσους λόγους να μην αρχίσουμε με μιας τα γλωσσολογικά. Όταν ο σοφός μας κι αξιότιμος Πρόεδρος με συλλογίστηκε και μ' έστειλε την πρόσκλησή σας, δεν είτανε μόνο μια τιμή ξεχωριστή να πέση τέτοιο κάλεσμα σε μένα· είταν και μια μεγάλη χαρά που σας χρωστούσα στη ζωή μου· έπρεπε να σας το δείξω. Καταλάβετε ποιος είταν ο κρυφός πόθος της καρδιάς μου.
Να κάμη άδικον του εαυτού του, λέγει. — Άρχοντες, ημπορεί κανείς σας να μου ειπή πού να εύρω τον νέον Ρωμαίου; ΡΩΜΑΙΟΣ Εγώ να σου το ειπώ· αλλ' ο νέος Ρωμαίος, ως που να τον εύρης, θα ήναι γεροντότερος από τότε οπού ήρ- χισες να τον γυρεύης. Εγώ είμαι ο νεώτερος με αυτό το όνομα, κυρά μου. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Αν ήσαι συ ο Ρωμαίος, έχω κάτι να σου ειπώ κρυφόν, ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Κάλεσμα έχει να του κάμη.
Έπειτα βρήκαν το καπέλλο του επάνω σ' ένα βράχο που βλέπει στην κατωφέρεια του λόφου κατά την κοιλάδα και είνε ακατανόητο πώς ανέβηκε εκεί τη σκοτεινή και βροχερή νύκτα χωρίς να πέση. Έπεσε στο κρεββάτι του και κοιμήθηκε πολύ. Ο υπηρέτης τον βρήκε να γράφη όταν το πρωί στο κάλεσμά του τού έφερε τον καφέ.
Αυτά 'πε, και αγανάκτησαν υπέρμετρα οι μνηστήρες· 285 το στιλπνό τόξο μην αυτός τανύση εφοβηθήκαν· κ' εφώναξ' ο Αντίνοος, ωνείδισέ τον κ' είπε· «Ω ξέν' ελεεινότατε, φρέναις ποσώς δεν έχεις· και δεν αρκεί σ' ότ' ήσυχος εις τους υπερηφάνους εμάς συντρώγεις και άφθονο 'ς τα γεύματ' έχεις μέρος, 290 και ότι την ομιλία μας, τους λόγους μας ακούεις· και άλλος τους λόγους μας πτωχός και ξένος δεν ακούει· σε βλάπτει το γλυκό κρασί, και αυτό ζαλίζει εκείνους 'που το ρουφούν υπέρμετρα· δεν έχει αυτό τυφλώσει τον λαμπρόν Ευρυτίωνα, τον Κένταυρον, ότ' ήλθε 295 'ς των Λαπιθών το κάλεσμα, 'ς του ενδόξου Πειριθόου το μέγαρο; απ' το κρασί τυφλώθη, επάρθη, ο νους του, και μες το δώμ' ανόμησε φρικτά του Πειριθόου. κ' οι ήρωες ωργίσθηκαν, τον ποδοσύραν έξω, αφού μ' άπονη μάχαιρα μύτη και αυτιά του κόψαν, 300 και αυτός, 'που 'παθε τύφλωσι 'ς τον νουν, επήρε δρόμο κ' έσερνε με τυφλή ψυχή την μαύρη συμφορά του. όθεν κατόπ' οι Κένταυροι κ' οι άνδρες πολεμούσαν· και το κακό ζήτησε αυτός κ' ηύρε απ' την μέθη πρώτος. και σέν' ομοίαν συμφοράν προλέγω σου αν το τόξο 305 τανύσης· και 'ς τον τόπο μας προστάτην μη προσμένης· αλλά σε στέλνουμεν ευθύς μ' ολόμαυρο καράβι 'ς τον βασιλέαν Έχετον αδικητήν του κόσμου, άφευκτα εκεί ν' αφανισθής^ αλλ' ήσυχα εδώ πίνε και με τους νεωτέρους σου συ μη φιλονεικήσης». 310
ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ Τα λείψανα, οπού βλέπω, φόνους καταβοούν! — 'Σ τ' αθάνατό σου δώμα, ω Θάνατε δοξομανή, τι κάλεσμά 'χεις και τόσους βασιλείς εκτύπησες με μίαν βολήν φονικωτάτην; Α’ ΠΡΕΣΒΥΣ Φρίκης θεωρία!
Αν δεν την ήξερα όχι εκατό φλωριά, αλλά και χίλια αν είχα θα μου τάπαιρναν οι κλέφτες. Κοιμήθηκε το βράδυ εκεί πέρα και την άλλη μέρα πρωί πρωί ξεκίνησε. Περπάτησε — περπάτησε και το βράδυ έφτασε σ' έναν άλλο σταθμό. Εκεί που ετοιμάζονταν να φάγη λαβαίνει κάλεσμα από τον άρχοντα του τόπου, να πάη στον πύργο του. Θέλοντας και μη, κίνησε και πήγε.
Και καθισμένη ο νους σε βλέπει κάτω απ τα δένδρα στο ακρογιάλι· γύρω τα φύλλα χλωρή σκέπη, γέρνεις στο χέρι το κεφάλι, Σε είδα ή μονάχα ο νους σε πλάθει; Σα να σου λέη το αέρι κάτι, μέσα στου ονείρου σου τα βάθη που σου ξανοίγεται το μάτι; Ορθό στης θάλασσας την άκρη το χέρι απλώνει σα να κράζη· το κάλεσμά του από τα μάκρη μ' έφτασε δω σα να προστάζη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν