United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !
Αυτά 'πε και αγανάκτησαν υπέρμετρα τότ' όλοι. και νέος είπε απότολμος• «Κακά 'καμες, χαμένε Αντίνοε, τον τρισάθλιον πλανήτην να κτυπήσης. και αν είναι κάποιος των θεών των ουρανοκατοίκων; με ξένους ομοιόνονται, πολλαίς μορφαίς αλλάζουν 485 οι αθάνατοι, και τριγυρνούν 'ς ταις χώραις των ανθρώπων, και την αυθάδεια τους θωρούν και την καλονομία».
Αυτά 'πε, και αγανάκτησαν υπέρμετρα οι μνηστήρες· 285 το στιλπνό τόξο μην αυτός τανύση εφοβηθήκαν· κ' εφώναξ' ο Αντίνοος, ωνείδισέ τον κ' είπε· «Ω ξέν' ελεεινότατε, φρέναις ποσώς δεν έχεις· και δεν αρκεί σ' ότ' ήσυχος εις τους υπερηφάνους εμάς συντρώγεις και άφθονο 'ς τα γεύματ' έχεις μέρος, 290 και ότι την ομιλία μας, τους λόγους μας ακούεις· και άλλος τους λόγους μας πτωχός και ξένος δεν ακούει· σε βλάπτει το γλυκό κρασί, και αυτό ζαλίζει εκείνους 'που το ρουφούν υπέρμετρα· δεν έχει αυτό τυφλώσει τον λαμπρόν Ευρυτίωνα, τον Κένταυρον, ότ' ήλθε 295 'ς των Λαπιθών το κάλεσμα, 'ς του ενδόξου Πειριθόου το μέγαρο; απ' το κρασί τυφλώθη, επάρθη, ο νους του, και μες το δώμ' ανόμησε φρικτά του Πειριθόου. κ' οι ήρωες ωργίσθηκαν, τον ποδοσύραν έξω, αφού μ' άπονη μάχαιρα μύτη και αυτιά του κόψαν, 300 και αυτός, 'που 'παθε τύφλωσι 'ς τον νουν, επήρε δρόμο κ' έσερνε με τυφλή ψυχή την μαύρη συμφορά του. όθεν κατόπ' οι Κένταυροι κ' οι άνδρες πολεμούσαν· και το κακό ζήτησε αυτός κ' ηύρε απ' την μέθη πρώτος. και σέν' ομοίαν συμφοράν προλέγω σου αν το τόξο 305 τανύσης· και 'ς τον τόπο μας προστάτην μη προσμένης· αλλά σε στέλνουμεν ευθύς μ' ολόμαυρο καράβι 'ς τον βασιλέαν Έχετον αδικητήν του κόσμου, άφευκτα εκεί ν' αφανισθής^ αλλ' ήσυχα εδώ πίνε και με τους νεωτέρους σου συ μη φιλονεικήσης». 310
Εγώ ο ίδιος εις την νεότητά μου έμεινα γδυμένος από κλέφτες εις την στράταν, οι οποίοι μου επήραν πλούτη υπέρμετρα, και ευρέθηκα εις την ιδίαν σας κατάστασιν και χειρότερην, με όλον τούτο δεν απαράτησα που να παρηγορηθώ· ένα μόνον πράγμα με έθλιβε πολλά οπόταν εστοχάζομουν, από την μεγαλειότητα που ήμουν να καταντήσω να διακονώ.
Εχάρηκεν αυτό εις το να με ιδή· ω νέε, μου είπε· ποίου προφήτου είσαι ακόλουθος; του Μωάμεθ, εγώ του είπα· τόσον το καλύτερον απεκρίθη εκείνο, επειδή και ένα τέτοιον άνθρωπον εγώ χρειάζομαι· μελετώ να κατορθώσω ένα μεγάλον πράγμα, το οποίον μοναχός μου δεν ημπορώ να το κάμω· μα ελπίζω με την βοήθειάν σου να λάβω το ποθούμενον, και ημπορείς να στοχαστής, ότι αν λάβω εκείνο που επιθυμώ, θέλω σε γεμίσει τιμές και πλούτη υπέρμετρα, επειδή και με αυτό θέλω γίνη αυθέντης όλου του κόσμου, και εις ανταμοιβήν θέλω σου δώσει και εσένα βασίλειον.
Έπειτα μας έδωσαν ρύζι μαγειρευμένον και αρτυμένον με καρύδι της Ινδίας, τα οποία έχουν επιτηδειότητα να παχύνουν εκείνους που τρώγουν συχνάκις με ένα πάχος υπερβολικόν από το οποίον μαγείρευμα έφαγα και εγώ ολίγον αλλ' οι σύντροφοι μου, που είχαν χάσει τα αισθητήριά τους, έτρωγαν ως ζώα αχόρταγα, και εις ολίγας ημέρας επάχυναν υπέρμετρα.
Τώρα, είτ' είναι λησμονιά κτηνώδης, είτε άνανδρη εντήρησις , 'πού υπέρμετρα λογιάζει την έκβασιν — μια σκέψις, 'πού, αν την διαμοιράσης, τέταρτον ένα φρονιμάδας περιέχει, δειλίας τρία, — δεν ηξεύρω πώς ακόμη ζω διά να λέγω «αυτό το πράγμα δεν εγίνη». Κ' αιτίαν έχω να το κάμω· ουδέ μου λείπουν θέλησις, δύναμις και μέσα. Με προτρέπουν όσον ο κόσμος παραδείγματα μεγάλα.
ΦΕΡΔΙΝ. Όχι· φυλάγομαι από παρόμοιαν φιλοξενία, όσο που ο εχθρός μου δεν είναι δυνατώτερος. ΜΙΡ. Ω ακριβέ μου πατέρα, μη τον δοκιμάσης υπέρμετρα, γιατί είναι γλυκότροπος, και όχι δειλός. ΠΡΟΣΠ. Και τι; θα βάλης νόμο του πατρός σου: — Ρίξε το σπαθί σου· προδότη· δείχνεις κάποια γενναιότη, αλλ' η καρδιά δεν σε βαστάει, τόσο την έχει πλακωμένη το κρίμα.
Λέξη Της Ημέρας