Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Με αμάξι 'στους δρόμους γυρνά. έως κάτω κι' αυτόν προσκυνούν, με μεγάλους μεγάλος περνά και καυχάται πως έχει και νουν. Με μεσίτας γεμίζουν οι δρόμοι, ποία φύσις τριγύρω πεζή! Μα συ μόνο δεν νοιόθεις ακόμη, πως με στίχους ο κόσμος δεν ζη; Γιατί δίχως φροντίδα κοιμάσαι, και για κλέφτες πεντάρα δεν δίνεις; πιο καλά απ' αυτούς να φοβάσαι, παρά 'ξένοιαστη τόσο να μείνης.

Κι' έτσι τον άφησαν αυτόν κι' έπιασαν όλους τους άλλους και τους πήραν ότι κι' αν είχαν. Ο Ξενιτεμένος μας τράβησε το δρόμο του, όπως είπαμε, κι' έφτασε το βράδυ σ' ένα σταθμό. Εκεί έμαθε, ότι οι σύντροφοι του, άλλοι σκοτώθηκαν κ' άλλοι ληστεύτηκαν και δεν γλύτωσε κανένας από τους κλέφτες. Μανθάνοντας αυτό έκανε το σταυρό του, δόξασε τον Θεό κι' είπε μέσα του: — Να το θάμα της πρώτης συμβουλής!

Σαν καινούργια δίλεπτα, είπε τις των θυγατέρων, παραδόξως συγχέουσα εν τη απλότητι αυτής το πολύτιμον μέταλλον προς τον χαλκόν. — Να σας πω τη γνώμη μου. Αυτός ο ξένος, φαίνεται, θα είναι κανένας που γνώριζε εδώ τα μέρη. Εδώ έρχονται πολλές φορές ξένοι με οδηγίες και ανευρίσκουν θησαυρούς. Εδώτην επανάστασι πέρασαν πολλοί οπλαρχηγοί, πολλοί λιάπηδες και πολλοί κλέφτες.

Πες τους πως οι παλικαράδες που τραγουδούσαν ως προχτές πως γέρασαν κλέφτες σαράντα χρόνων, αυτοί μέσα στο δικαστήριο της Ιστορίας μια πιθαμή χαμηλότερα δε θα σταθούν από τους ηρώους του Ομήρου.

Η γέφυρα αύτη εις τους χρόνους των κλεφτών ανεσύρετο την νύκτα προς ασφάλειαν, να μη το πατήσουν οι κλέφτες το αγαπημένον Κάστρο μου.

Όπου πήγαινε, από πίσω του. Στη Ρωσσία ο πατέρας μου, πίσω του κι' αυτός. Στην Περσία ο πατέρας μου, από κοντά κι' αυτός. Πίσω στην Ελλάδα εκείνος, πίσω πάλι κι' αυτός. Κι' από κάθε τόπο πούφευγε, μαύρη πέτρα πίσω του. Όλοι ήταν κλέφτες, άτιμοι, κάλπηδες. Άνθρωπος που ήταν συνειθισμένος να λέη την αλήθεια, σαν κι' αυτόν, δεν μπορούσε να ζήση. Ο πατέρας μου δεν τον είχε σε πολλή υπόληψι.

Κι' έτσι τράβησε ίσια το δρόμο του. Οι κλέφτες, βλέποντας από μακρυά, ότι όλοι σκόρπισαν από το δρόμο και μόνον αυτός δεν παραδρόμησε είπαν συναμεταξύ τους: — Ας κυνηγήσωμεν αυτούς, που σκόρπισαν, διότι, για να φοβηθούν, χωρίς άλλο θα έχουν χρήματα κι' ας αφήσωμε αυτόν, που πάει το δρόμο του. Φαίνεται, ότι αυτός απ' ότι έχει κλέφτη δεν φοβάται.

Αν δεν την ήξερα όχι εκατό φλωριά, αλλά και χίλια αν είχα θα μου τάπαιρναν οι κλέφτες. Κοιμήθηκε το βράδυ εκεί πέρα και την άλλη μέρα πρωί πρωί ξεκίνησε. Περπάτησεπερπάτησε και το βράδυ έφτασε σ' έναν άλλο σταθμό. Εκεί που ετοιμάζονταν να φάγη λαβαίνει κάλεσμα από τον άρχοντα του τόπου, να πάη στον πύργο του. Θέλοντας και μη, κίνησε και πήγε.

Να κοιμηθώ. — Καλά· δέσε τ' αρνάκι σουτο παλούκι κ' έμπα μέσα. Αλλ' η Μάρω ήθελε να πάρη μαζί της και τον Γιάννο· δεν ήθελε να τον αφήση έξω και μάλιστα καταμόναχον. Ο γέρων χωρικός όμως δεν επέτρεπε τοιούτον τι· αρνί μέσα εις τον πύργον, πού ηκούσθη ποτέ! έπειτα κλέφτες με κλέφτες δεν επάτησαν ποτέ εκεί.

Ποιος Διάβολος σ' έφερε πάλι εδώ; Ποιος Πειρασμός σ' έσπρωξε πάλι; Μεγάλη Βδομάδα σηκώθηκες κ' έφυγες απ' την πατρίδα; Τινάχτηκε από την καρέκλα του, σα δαιμονισμένος. — Πατρίδα, λέει; Ποια πατρίδα; Πατρίδα είν' αυτή; Δε λες καλύτερα γουρουνοστάσι; Μπορεί άνθρωπος να ζήση εκεί κάτω; Μ' αυτούς τους κλέφτες, τους αγιογδύτες; Μαύρη πέτρα πίσω μου!

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν