Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Μίαν ημέρα πηγαινάμενοι από χώραν εις χώραν, με όλον που είμασθε με ένα καραβάνι από πραγματευτάδες, μας απάντησαν οι κλέφτες, και δε έφθασεν που μας επήραν το τι είχαμεν, αλλά μας επήραν και μας έφεραν εδώ εις τούτην την χώραν Κανταχάρ και μας επούλησαν ενός πραγματευτού από σκλάβες που τον εγνώριζαν.

Εμίσευσα το λοιπόν από το Μουσούλ με τούτον τον αριθμόν των ανθρώπων μου, διά να πηγαίνωμεν εις το Μπαγδάτι· επεριπατήσαμεν μερικές ημέρες, χωρίς να μας συμβή τίποτε. Και μίαν νύκτα, τον καιρόν που αναπαυόμαστε, αιφνιδίως μας πλακώνει μέγας αριθμός από Αράπηδες κλέφτες, οι οποίοι σχεδόν μου εθανάτωσαν τους περισσοτέρους ανθρώπους.

Τον έσερναν τρεις Αρβανίτες δραγάτες, από κείνους που παίρνουν πάντα μεράδι στα πανηγύρια και στους γάμους των χωριών που βρίσκονται, φορτωμένοι με τες βαριές κάπες τους, με διπλές αρμαθιές φουσέκια απάνω στα στήθια σε τόπο σταυρωτού που φορούσαν μια φορά οι κλέφτες, με ζευγάρι πιστόλες μαλαμοκαπνισμένες στο σελιάχι και με καινούρια τουφέκια μαρτίνι στους ώμους τους.

Ο καπετάν-Θοδωρής, αισθανθείς μετ' ολίγον μίαν ακτίνα του ηλίου να έρχεται πλαγίως, υπανηγέρθη και είδεν ότι ο ήλιος ήρχισε να κλίνη προς το μέρος της θαλάσσης. — Άργησεν η μητέρα, λέγει. — Πάμε να την φωνάξωμεν, είπε και η Ελένη. Είνε ώρα να φύγωμεν. Δεν πρέπει ν' αργοπορήσωμεν, γιατί φόβος είνε ακόμα για τους κλέφτες, — Ομιλείς πολύ σωστά, κόρη μου, είπεν ο πατήρ.

Κι' αυτός έβαλε τα τρία ψωμιά στο σακκούλι του, φίλησε το χέρι τ' αφεντικού του κι' έφυγε, γυρίζοντας στον τόπο του, στη γυναίκα του, και στο σπίτι του. Στο δρόμο ανταμώθηκε με μια μεγάλη συνοδεία. Έκαναν δύοτρεις μέρες δρόμο, όταν σ' ένα μέρος τους λεν ότι τους καρτερούσαν οι κλέφτες να τους πιάσουν.

Τότες πώς κλέφτες λύκοι παν οχ το βυζί της μάννας 352 αρνιά ν' αρπάξουν και τραγιά, κι' οι μάννες μες στο λόγγο σκορπούν απ' του βοσκού ατζαμιά, και σαν το δουν οι λύκοι γλήγορα γύρω αρπούν κι' αφτές παράλυτες του φόβου· 355 έτσι όρμησαν οι Δαναοί να φαν οχτρούς, κι' οι Τρώες φύγει όπου φύγει, κι' άτιμος τους συνεπήρε τρόμος.

Μα μ' όρεξη ακόμη πιο παιχνιδιάρικη κοίταζ' ένα τσαμπάκι σταφύλι, μέρος φαγωμένο από κοτσύφους ή από σφήγγες, μέρος κιτρινόφεγγο και κατάλαμπρο, που το φύλαγε διαφεντεμένο από κλέφτες ή εργάτες μήνες και μήνες μεγάλη κληματαριά, της καστανιάς εκείνης αχώριστη κι αγκαλιαστή φιλενάδα. Το λόγιαζε τορεχτικό το τσαμπί και στα χείλη της χόρευαν αμίλητες χάρες, κρυφοί αντίλαλοι της καρδιάς.

Άλλος μιλάει για το φιλί και λέει πόσο γλυκό είνε, Και μολογάει πώς τ' άρπαξε το πρώτο από μια χήρα Πώσκυψε για να πιη νερό μέσ' 'ς της Ωρηάς τη Βρύση Και τώρα την καλόμαθε και με καλό το παίρνει. Άλλος για κούρσες μολογάει, για κλέφτες, για πρωτάτα, Γι' αρματωσιές, για σκοτωμούς, και κάπου κάπου απλώνει Κι' αναγυρίζει τη φωτιά και παίρνει ένα τραγούδι.

Πες του, μωρέ, πόλεμος έγινε δε μπορούσε παρά να χαθούν κι άνθρωποι. Ο μ π ί μ π α σ η ς κούνησε το κεφάλι του κι αποκρίθηκε «κι από μας τσοκ! Τόρα φευγάστε και το Σάββατο άμα έρθη ο διοικητής σας να φιλιωθούμεΚι ο μ π ί μ π α σ η ς έκαμε ένα βήμα να φύγη, όντας στάθηκε κι είπε: Ε! δεν είστε, σεις στρατιώτες, είστε κλέφτες!... Πες του γιατί, μωρέ; λέω στο δραγομάνο μου.

Αλλ' ο Ζάχος προ της επαναστάσεως είχε χρηματίσει κλέφτης και οι κλέφτες καθ' όλην την ζωήν των δύο μόνον πράγματα εφρόντιζον μετά ζήλου: τον τσαμπάν και τα τσαπράζια των. Ενώ η λέρα τους έτρωγε το κορμί, τα μακρυά μαλλιά των, στίλβοντα από του μυελού βοείων οστών, εχύνοντο αρειμανίως επί των ωμοπλατών, τα δε τσαπράζια εκρέμαντο φεγγοβολούντα επί της μαύρης ενδυμασίας των.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν