Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Εκεί που αυτοί κουβέντιαζαν, ο Μιχάλης, δεμένα τα χέρια του πίσω, σεργιάνιζε τριγύρω στην εκκλησιά και κοίταζε τα πάμπολλα μνήματα, τις λιγωστές πλάκες, το βαθύ και τολόγεμο χωνευτήρι. Στάθηκε και λόγιαζε τα κιτρινιασμένα τα κόκκαλα, του καθενού μακαρίτη σε ξέχωρο σακκί τυλιγμένα, σακκί σάπιο και ξεπαραλυμένο εδώ και κει, με τα κόκκαλα μισοβγαλμένα από την κάθε του τρύπα. Λογής λογής κόκκαλα.

Μόλις το βράδυ βράδυ, σαν άρχισε το σκοτάδι και πλάκωνε, κι αυτός ακόμα λόγιαζε με μάτια ονειριασμένα ταντικρυνά τα βουνά ενός άλλου νησιού, καταπόρφυρα με την αντιφεγγιά του βασιλεμένου του ήλιου, μόλις τότε το στοχάστηκε πως όταν ξεπήδηξε από το καΐκι κ' έσυρε κατά την εξοχή, δε νοιάστηκε μήτ' ενός μερόνυχτου ψωμί να πάρη μαζί του. — Κι α μείνω και νηστικός μια νυχτιά, τι πειράζει! λέει τότες.

Μα μ' όρεξη ακόμη πιο παιχνιδιάρικη κοίταζ' ένα τσαμπάκι σταφύλι, μέρος φαγωμένο από κοτσύφους ή από σφήγγες, μέρος κιτρινόφεγγο και κατάλαμπρο, που το φύλαγε διαφεντεμένο από κλέφτες ή εργάτες μήνες και μήνες μεγάλη κληματαριά, της καστανιάς εκείνης αχώριστη κι αγκαλιαστή φιλενάδα. Το λόγιαζε τορεχτικό το τσαμπί και στα χείλη της χόρευαν αμίλητες χάρες, κρυφοί αντίλαλοι της καρδιάς.

Τάκουγε ο μικρός ο Παυλής πως είχε ένα όμορφο χωριό ως μιάμιση ώρα από το δικό του πίσω από ταντικρυνό το βουνό, και το λόγιαζε με βαθιά λαχτάρα και με κάμποση στενοχώρια το βουνό εκείνο, που τούκρυβε το χωριό και δεν τον άφινε να δη από μακριά μήτε σπίτια μήτε παράθυρα ναντιφέγγουνε με το βασίλεμα του ήλιου, καθώς γυιάλιζαν άλλα χωριά σε όρη πιο μακρινώτερα.

Να πάη στη στεφάνωση της εγγονής του στάθηκε αδύνατο· την έβλεπε όμως τη χαρά ομπροστά του πάλι σπαρταριστή, τότες που μεταγύριζε η καταστόλιστη νύφη με τον καλό της, με τα κορίτσια που τη συνοδεύανε, με το συγγενολόγι που ακλουθούσε. Λόγιαζε ο δύστυχος κι από την άλλη το Χάρο κι ολοένα ζύγωνε, ολοένα μαύριζε δίπλα του. Είταν η στερνή του χαρά.

Αυτή να είναι η θρησκεία σου, αυτή η λατρεία σου. Σα βαρέν' η καρδιά σου από έννοιες κι από πάθια, ανέβαινε στην Ακρόπολη και βλέπε πόσο μεγαλείο και πόση ζωή μπορεί να κρύβη ένας γκρεμισμένος τοίχος, ένα σπασμένο λιθάρι, ένα θρούβαλο, μέσα στην αμίλητη νύχτα. Ανέβαινε, και λόγιαζε πώς χαμογελάει η αθάνατη αρχαιότητα κάτω από τέτοια ουρανόχαρη σωπασιά.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν